Βλέπω τους απέναντί μου να βγάζουν φωτογραφία και να την ανεβάζουν σε κάποιο μέσο δικτύωσης. Προ ολίγου, οι ίδιοι άνθρωποι δεν αντάλλαζαν κουβέντα παρά κοιτούσαν το κινητό τους. Χαμογελαστοί για τα λίγα δευτερόλεπτα μιας ωραίας λήψης και έπειτα το ίδιο μοτίβο -καμιά μεταξύ τους συνομιλία. Ήθελα να τους πω να κοιτάξουν γύρω τους, να απολαύσουν τη θέα του ήλιου που έδυε, την παρέα ο ένας του άλλου αλλά για εκείνους έμοιαζε να είναι μονάχα ένα καλό σημείο για μερικά κλικ. Μερικές καλές πόζες για να μαζέψουν like, υποθέτω. Δεν ξέρω γιατί ήταν έτσι και ίσως να μη με αφορά αλλά αυτό ήταν αρκετό να με ταρακουνήσει.
Το βλέπω παντού, το βλέπω συνέχεια. Όλα είναι για μια διαδικτυακή εικόνα. Να φανούμε ωραίοι, να μας δουν, να δείξουμε πως βγαίνουμε, πως περνάμε καλά, πως οι ζωές μας είναι τέλειες. Για το check-in, για ένα mention, για ένα like, για μερικά σχόλια κάτω από το στάτους μας ή τη φωτογραφία που μόλις ανεβάσαμε. Όλα για την αυτοπροβολή μας. Η ματαιοδοξία και ο ναρκισσισμός ήταν ανέκαθεν στην ανθρώπινη φύση αλλά αυτό έχει ξεπεράσει τα όρια. Ενήλικες ρε γαμώτο και δημοσιεύουν μέχρι και το πότε πάνε τουαλέτα για λίγη προσοχή.
Πώς καταντήσαμε έτσι; Να πουλάμε την ιδιωτικότητά μας για λίγη αναγνώριση; Τι κατάσταση είναι αυτή; Πίστευα με τον καιρό θα σταματήσει, θα ξεχαστεί αλλά όχι, αυτή η τάση δεν είναι μόδα τελικά, μοιάζει με στάση ζωής. Πριν μερικές δεκαετίες, στην αρχή της αστυφιλίας, ο κόσμος συνέρρεε στην πρωτεύουσα όχι μόνο για να βρει δουλειά κι ένα καλύτερο μέλλον αλλά και για να μην τον ξέρουν. Να κάνει μια νέα αρχή πίσω από την ανωνυμία του και τώρα διψά να γίνει γνωστός. Διψά να το δει ο κάθε ένας, οικείος και μη. Ξεπουλά κάθε προσωπική του στιγμή για τι; Για ένα κενό και ανούσιο κομπλιμέντο, για λίγη σημασία από τον κάθε τυχάρπαστο.
Μια γενιά ναρκισσιστές καταντήσαμε. Παλεύουμε -άλλοι λίγο, άλλοι πολύ- για likes, followers, retweets, αποτιμώντας τα σε κοινωνική αποδοχή με κόστος τι άλλο; Την ίδια μας τη ζωή. Ναι, αυτό θυσιάζεις φίλτατε, όταν χάνεις στιγμές δημιουργώντας την επόμενη «επιτυχημένη» σου δημοσίευση. Η ζωή σου χάνεται κι ούτε που το νιώθεις. Είσαι απασχολημένος τώρα. Κάνεις check-in.
Αναρωτιόμουν αν ευθύνονται τα social media για αυτόν τον ξεπεσμό αλλά όσο περισσότερο το σκέφτομαι καταλήγω πως όχι. Εμείς κι η εγωπάθειά μας φέρουμε όλη την ευθύνη. Θα μπορούσαμε να έχουμε όλες αυτές τις εφαρμογές και να έβγαινε κάτι καλό. Να στηρίζαμε κάποιον σκοπό, να επικοινωνούσαμε ουσιαστικά μεταξύ μας ή απλά να το χειριζόμασταν σαν ένα καλό εργαλείο, αλλά εις μάτην. Από όλες τις προσφερόμενες δυνατότητες εμείς ανακαλύψαμε τις selfies και εστιάσαμε στο να φαινόμαστε αψεγάδιαστοι.
Reality Check: Κανείς μας δεν είναι τέλειος κι αυτό μας κάνει ξεχωριστούς. Επίσης, η ζωή δεν έχει οθόνη και πληκτρολόγιο. Έχει στιγμές. Στιγμές που σου ξεγλιστρούν μία-μία όσο γυρεύεις την επιβεβαίωση στην κάθε σου κοινοποίηση. Η ζωή δεν έχει followers. Έχει φίλους. Αληθινούς, λίγους και καλούς φίλους. Δεν έχει μέρη για check-in. Έχει μαγευτικά τοπία που σου κόβουν την ανάσα. Η αναγνώριση που αποζητάς δε θα έρθει με κάποιο κλικ αλλά με ένα «Μπράβο» και μια ζεστή αγκαλιά και -κοίτα να δεις!- αυτά δεν παρέχονται μέσω Wi-Fi.
Ζούμε την εποχή της εικόνας, το καταλαβαίνω. Αδυνατώ να καταλάβω όμως γιατί αυτή η εικόνα αντί να αναπαριστά μια γλυκιά ανάμνηση αντιπροσωπεύει κάτι το ψεύτικο· αυτό που θα ήθελες να είναι ή να είσαι. Επίσης, αδυνατώ να καταλάβω γιατί κάποιος να ανεβάζει την «τέλεια» ζωή του προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού. Αν ήταν όντως τέλεια η ζωή σου ρε μεγάλε, σιγά μη σε ένοιαζε να ανεβάζεις 15 φωτογραφίες το δευτερόλεπτο, θα ήσουν εκεί κι απλά θα τη ζούσες δε θα μας έπρηζες ούτε θα γύρευες να «δειχτείς».
Ε, ψιτ! Την επόμενη φορά που θα βγεις άσε το κινητό στην τσάντα ή την τσέπη σου. Μίλα με τον κόσμο, μίλα με τους φίλους σου, πιες το ποτό σου -πίνεται και χωρίς να προηγηθεί φωτογραφία του-, χαμογέλα και κόψε το duck-face και τις ποζεριές. Εστίασε στη στιγμή και πέρνα καλά για σένα. Όχι για το τι θα δείξεις ή πόσα like θα έπαιρνες αλλά για σένα ρε, για σένα.
Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή