Τόνια Κυριφίδη”Το βιβλίο είναι ψυχοθεραπεία”
Η Τόνια Κυριφίδη όταν γράφει δεν σταματά τίποτα το μυαλό της και την απορροφά μόνο η γραφή. Εκείνο που φανερώνει την τέχνη της πένας της είναι η ευγένειά της και η γνώσεις της. Είναι μια γυναίκα εργατική ,που σκαλίζει τις μνήμες, τη ζωή, και αναμιγνύει πάντα την ιστορία με τη μυθοπλασία. Έτσι, γοητεύει τους αναγνώστες της,που την ακολουθούν πιστά.Γνωριστε την σε μια συνέντευξη στο statusvoice.gr και στη Βασιλική Ευαγγέλου Παπαθανασίου.
– Πρωταγωνίστριά σας η Έμιλυ Άντερσον
Είναι σκοτεινή, αδίστακτη και πολύ αμείλικτη! Σχεδόν μισητή! Γιατί δημιουργήσατε αυτή την ηρωίδα;
Όταν αποφάσισα να γράψω αυτό το μυθιστόρημα, είχα ήδη δημιουργήσει στο μυαλό μου μια ιστορία, η οποία, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, δεν διαδραματιζόταν στην Ελλάδα. Ξεκινώντας λοιπόν να φτιάχνω τον σκελετό της ιστορίας μου, αποφάσισα πως δεν ήθελα μία ηρωίδα που να είναι υπόδειγμα ηθικής, τρυφερή, γλυκιά και αθώα. Την φαντάστηκα αδίστακτη και σκοτεινή. Χωρίς ηθικούς φραγμούς και αναστολές. Χωρίς ίχνος ευαισθησίας και συμπόνιας. Στην πραγματικότητα ήθελα να δω αν μέσα από τις περιγραφές μου μπορώ να σκιαγραφήσω έναν χαρακτήρα τόσο διαφορετικό από τον δικό μου. Έτσι σκέφτηκα να γράψω για ένα “κακό” κορίτσι! Άλλωστε ως γνωστόν, “τα καλά κορίτσια πάνε στον παράδεισο, τα κακά όμως πάνε παντού…”.
– Μέσα από την πλοκή θα τη συμπαθήσουμε τελικά; Ή μήπως η εμμονή της για εκδίκηση θα μας κάνει να τη μισήσουμε;
Η Έμιλυ και η εμμονική συμπεριφορά της σίγουρα, θα διχάσει τους αναγνώστες. Κάποιοι θα την μισήσουν για την άκαρδη και σκληρή στάση της απέναντι σε ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση με το δικό της δράμα. Κάποιοι πάλι θα εκνευριστούν και θα θυμώσουν με τις αψυχολόγητες επιλογές και αντιδράσεις της. Είμαι σίγουρη όμως πως θα υπάρξουν και κάποιοι που θα την λυπηθούν, ίσως μάλιστα και να την δικαιολογήσουν, αφού μέσα από τις σελίδες του βιβλίου θα ανακαλύψουν τα όσα άσχημα έχει βιώσει και μάλιστα στην πιο ευαίσθητη περίοδο της ζωής της, που δεν είναι άλλη από την εποχή της εφηβείας. Προσωπικά πιστεύω πως όλοι όσοι διαβάσουν το μυθιστόρημα αυτό, θα πρέπει να της δώσουν την ευκαιρία να τους εξηγήσει γιατί φέρθηκε τόσο ψυχρά και σκληρά και σε κάποιες μάλιστα στιγμές, ίσως και ανήθικα. Ας προσπαθήσουν να αφουγκραστούν τον πόνο και την οδύνη της, μπαίνοντας για λίγο στην θέση της, προσποιούμενοι και οι ίδιοι πως είναι θύματα μίας μεγάλης και κατάφωρης αδικίας! Και αφού φθάσουν και στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, ας βγάλουν – με το χέρι στην καρδιά – τα δικά τους συμπεράσματα…
– Στο περιβάλλον σας γνωρίζετε κάποιο άτομο με τέτοια σκοτεινή πλευρά και με τόσο έντονη την ανάγκη να εκδικηθεί και ταυτόχρονα να πληγώσει τους γύρω της;
Ευτυχώς στο δικό μου περιβάλλον δεν υπάρχει ή τουλάχιστον δεν έχει πέσει στην δική μου αντίληψη, άτομο με τέτοιο μένος και μία τόσο σκοτεινή πλευρά. Θέλω μάλιστα να πιστεύω πως στην ηλικία που έχω φθάσει, είμαι σε θέση να αναγνωρίσω ανθρώπους με τόσο δόλιες σκέψεις. Διότι, όσο έξυπνος και αν είναι κάποιος, όσο καλά μελετημένα να έχει καταστρώσει στο μυαλό του ένα τόσο σατανικό σχέδιο με σκοπό να πληγώσει τους γύρω του, για το δικό του συμφέρον, πάντα θα υπάρχει η πιθανότητα λάθους που στο τέλος θα φέρει στην επιφάνεια τον πραγματικές του προθέσεις. Και μην ξεχνάμε πως το σύμπαν έχει την τάση να επιστρέφει συμπεριφορές. Κάποια λοιπόν στιγμή αυτό το άτομο θα λάβει τον λογαριασμό που στο τέλος θα κληθεί να πληρώσει!
– Ενδοοικογενειακή κακοποίηση ή γενικώς, οποιαδήποτε μορφή βίας, είναι σε θέση να καταλάβει την εμμονή της για εκδίκηση, άσχετα αν η Έμιλυ βάλλεται τελικά εναντίον λάθος ανθρώπων; Ζούμε σε εποχή βίας. Τι έχετε να πείτε για αυτό;
Δυστυχώς το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας είναι ένα φαινόμενο που επικρατεί εδώ και πολλά χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκοσμίως. Είναι ένα συχνό περιστατικό που διαδραματίζεται κυρίως στην ζωή της επαρχίας, όπου οι κοινωνία είναι κλειστή και αγοραφοβική. Όλοι γνωρίζουν, αλλά κανείς δεν μιλάει. Με τον καιρό και με την αστυφιλία, ο κόσμος μετακινήθηκε από τα χωριά στις μεγάλες πόλεις. Για άλλη μία φορά το φαινόμενο αυτό βρήκε τρόπο να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί και – αλίμονο – να εξαπλωθεί, για αντίθετους όμως λόγους από αυτούς που το ευνοούσαν στην επαρχία. Στις μεγαλουπόλεις ο καθένας κοιτάει όσα κλείνει η πόρτα του σπιτιού του. Δεν νοιάζεται, δεν ασχολείται, δεν ανακατεύεται στη ζωή του γείτονα. Εξάλλου, ούτε κι εκείνος θέλει τους γύρω του να επεμβαίνουν στις οικογενειακές του υποθέσεις. “Τα εν οίκω μη εν δήμω”! Έτσι υπάρχει αρκετό πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη μίας τέτοια μορφής βίας. Τα παιδιά λοιπόν που βιώνουν βία στα σπίτια τους, μαθαίνουν να ζουν υπό το καθεστώς του φόβου. Και όταν κι εκείνα με την σειρά τους ενηλικιώνονται, ζητούν ενδόμυχα να πάρουν το αίμα τους πίσω, χρησιμοποιώντας τις γνωστές μεθόδους με τις οποίες μεγάλωσαν και εκείνα. Με λίγα λόγια “η βία αναπόφευκτα φέρνει βία”. Και όταν η ψυχή του ανθρώπου γεμίσει με μίσος, αλίμονο σε κείνον που θα βρεθεί στο διάβα του. Και όσο πιο πολύ έχει υποφέρει κάποιος τόσο περισσότερο επιθυμεί να πληγώσει, να πονέσει… Και αυτό, γιατί έχει μεταφράσει λανθασμένα τις πράξεις του σε “απόδοση δικαιοσύνης”, ακολουθώντας πιστά την γνωστή φράση: “Οφθαλμός αντί οφθαλμού…” Η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική. Διότι η εκδίκηση δεν είναι λύση, αλλά εμμονή με πολλαπλά θύματα. Ένα από αυτά και εκείνος που προσπαθεί να μετατραπεί σε αδέκαστο κριτή! Αυτός ο ρόλος όμως ανήκει στον Θεό και κανείς δεν μπορεί να του τον κλέψει…
– Υπάρχει κάποιο μήνυμα που θέλετε να μας περάσετε μέσα από το βιβλίο σας;
Το θέμα της ιστορίας μου σίγουρα δεν είναι πρωτόλειο. Πολλοί συγγραφείς έχουν ασχοληθεί κατά καιρούς με το ζήτημα της εκδίκησης και τις ολέθριες συνέπειες που επιφέρει αυτή η ανάγκη-εμμονή! Άρα τα μηνύματα που περνάει και το δικό μου μυθιστόρημα είναι λίγο πολύ γνωστά. Ωστόσο πιστεύω πως έδωσα στο θέμα αυτό μία προσωπική πινελιά και το περιέγραψα με έναν δικό μου τρόπο, που ελπίζω να αρέσει, αλλά και να βρίσκει σύμφωνους και τους αναγνώστες.
Η κατακλείδα λοιπόν της ιστορίας είναι πως κανείς δεν μπορεί να ορίσει τον εαυτό του ως Τιμωρό και να πάρει τον νόμο στα χέρια του, πιστεύοντας πως έτσι αποδίδει δικαιοσύνη. Είναι πράγματι αλήθεια πως όποιος βίωσε την αδικία, πνίγεται και θέλει κι εκείνος με την σειρά του να τιμωρήσει τους ηθικούς αυτουργούς ή τέλος πάντων να πληγώσει όσους έστω κι έμμεσα ευθύνονται για τον δικό του πόνο. Αυτό συνέβη και στην ηρωίδα μου.
Η Έμιλυ δυστυχώς, παρόλο που έχει όλα τα προσόντα να πετύχει στην ζωή της – ομορφιά, εξυπνάδα, μόρφωση, ένα ελπιδοφόρο επαγγελματικό μέλλον – αποφασίζει να τα αγνοήσει και να επικεντρωθεί μονάχα στο σατανικό σχέδιο που έπλαθε στο μυαλό της για 13 ολόκληρα χρόνια, παίρνοντας την πολυπόθητη εκδίκηση που τόσο παθιασμένα αποζητάει. Αντί να προχωρήσει μπροστά και να φτιάξει την ζωή της, μένει δέσμια του βασανισμένου παρελθόντος της, βάζοντας ενέχυρο τα μελλοντικά της όνειρα, προσπαθώντας να ξορκίσει τους δαίμονές της. Επειδή όμως ως γνωστόν “οι άνθρωποι κάνουν σχέδια και ο Θεός γελάει”, έτσι και σε αυτή την περίπτωση, η ηρωίδα μου έκανε ένα μεγάλο λάθος. Όταν σχεδίαζε την εκδίκησή της, δεν σκέφτηκε καθόλου τον παράγοντα “έρωτα”. Έχοντας μάθει για χρόνια να λειτουργεί μονάχα με την λογική, ξέχασε πως διαθέτει και καρδιά, η οποία στην πιο ακατάλληλη στιγμή της ζωής της, δήλωσε “παρούσα”. Η αγάπη λοιπόν ήρθε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της ήσυχης και βαρετής ζωής της, ωθώντας την να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες που είχε θέσει μέχρι εκείνη την στιγμή. Κι έτσι έκανε το μοιραίο λάθος, να πιστέψει πως μπορεί να ξεχάσει όλα όσα έχει κάνει και να προχωρήσει την ζωή της, χωρίς απώλειες…
– Πόσες ώρες γράφετε την ημέρα;
Η αλήθεια είναι πως αυτή την περίοδο δεν γράφω καθόλου. Αν και στις αρχές του χρόνου ξεκίνησα το τρίτο μου μυθιστόρημα, κάποιες ανειλημμένες οικογενειακές υποχρεώσεις, όπως και το τρέξιμο που χρειάζεται να κάνει κάθε δημιουργός μόλις πρωτοκυκλοφορήσει το βιβλίο του, μου έχουν ρουφήξει μεγάλο μέρος της ενέργειάς μου. Ούτε όμως και όταν ξεκίνησα την “Σκοτεινή Πλευρά της Ψυχής…” μπορώ να πω ότι καθημερινά έγραφα επί ώρες. Ήταν μάλιστα και κάποιες φορές που δεν άνοιγα καθόλου τον υπολογιστή, διότι ήμουν υποχρεωμένη να ασχολούμαι με θέματα της οικογένειάς μου, συμπεριλαμβανομένων και των γονιών μου που βρίσκονται σε μεγάλη ηλικία! Οι ώρες που επέλεγα να ασχοληθώ με την ιστορία μου ήταν οι βραδινές. Τις περισσότερες φορές σταματούσα το γράψιμο τα χαράματα, όταν πλέον αισθανόμουν ικανοποίηση με τον αριθμό των σελίδων που είχα καταφέρει να ολοκληρώσω και άλλες πάλι όταν ένιωθα πως έπρεπε να σταματήσω, γιατί δεν είχα – εκείνη την δεδομένη στιγμή – κάτι να δώσω στην εξέλιξη της ιστορία. Πάντως, η συνύπαρξή μου με την Έμιλυ, κράτησε περίπου επτά μήνες. Ξεκίνησα να γράφω στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2016 και τον Μάρτη της επόμενης χρονιάς, ολοκλήρωσα το μυθιστόρημά μου. Από τότε όμως ασχολήθηκα για αρκετά μεγάλο διάστημα με την επιμέλειά του και φυσικά μου πήρε και κάμποσο χρόνο μέχρι την εύρεση εκδοτικής στέγης.
– Στην προσωπική σας ζωή θα συναναστρεφόσασταν μ’ έναν άνθρωπο που
Έχει υποχθόνιες σκέψεις;
Μονάχα εν αγνοία μου! Αν και το θεωρώ λίγο δύσκολο, διότι έχω φθάσει σε μία ηλικία που θέλω να πιστεύω πως είμαι σε θέση να ξεχωρίσω ή τουλάχιστον να διακρίνω έναν χαρακτήρα με τόσο σκοτεινό μυαλό. Βεβαίως έχω μάθει στην ζωή μου ποτέ να μην λέω “ποτέ”, γιατί δεν ξέρουμε πώς τα φέρνει η τύχη και οι συγκυρίες.
–Γράφετε κάτι καινούργιο;
Χαίρομαι για αυτήν την ερώτηση. Όπως σας είπα και πρωτύτερα, από τις αρχές του χρόνου έχω ξεκινήσει και μία ακόμη ιστορία, που δεν είναι όμως η δεύτερη μετά την “Σκοτεινή Πλευρά…”, αλλά η τρίτη. Έχω ήδη ολοκληρώσει ένα δεύτερο μυθιστόρημα, με εντελώς διαφορετικό θέμα από το πρώτο μου βιβλίο. Η δεύτερη αυτή απόπειρά μου, καταπιάνεται με την επανένωση – το γνωστό reunion – δέκα γυναικών, οι οποίες έχουν τελειώσει το Λύκειο το 1982 και αποφασίζουν να περάσουν το τριήμερο της Πρωτομαγιάς του 2017, στο εξοχικό σπίτι της μίας από αυτές. Σε αυτή λοιπόν την συνάντηση, οι δέκα γυναίκες θα βρουν την ευκαιρία να ξεδιπλώσουν το κουβάρι της ζωής τους, αποκαλύπτοντας η κάθε μία τους, χαρούμενες ή και δυσάρεστες πτυχές της ζωής της, αλλά και κάποιες πιπεράτες λεπτομέρειες που δεν είχαν τολμήσει μέχρι εκείνη την στιγμή να μοιραστούν με κανέναν άλλο. Ο τίτλος της ιστορίας είναι “Η Τάξη του ’82” και θεωρώ πως είναι ένα αρκετά πρωτότυπο θέμα, που θα αγγίξει σχεδόν όλες τις ηλικίες (γυναικών). Αυτή λοιπόν η ιστορία μένει κλεισμένη σε ένα συρτάρι, μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή να εκδοθεί… Θέλω επίσης να πιστεύω πως μέχρι το τέλος του χρόνου θα είναι έτοιμο και το τρίτο μου διήγημα, για να πάρει και αυτό σειρά για αξιολόγηση.
Ποια φράση σας εκφράζει;
Η φράση που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη είναι “Ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατή” και προσπαθώ, με νύχια και με δόντια, να την ακολουθώ. Δυστυχώς δεν τα καταφέρνω πάντα…
Ποιο σημαντικό γεγονός σας συντάραξε ως άνθρωπο;
Το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής για μένα μέχρι σήμερα, είναι η γέννηση της κόρης μου. Δεν υπάρχει πιο ιερό καθήκον από το μεγάλωμά της και πιο λατρεμένο πρόσωπο από το δικό της. Είναι βλέπετε, μοναχοκόρη και έχει συγκεντρώσει όλη την προσοχή και την αγάπη μου, αλλά και του πατέρα της. Λυπάμαι, αλλά δεν έχω άλλο συνταρακτικό γεγονός να αναφέρω..
Οι Έλληνες σήμερα διαβάζουν;
Ναι, θεωρώ πως διαβάζουν και περισσότερο οι γυναίκες, που πιστεύω πως αποτελούν και το 70% του αναγνωστικού κοινού. Η δύσκολη οικονομική περίοδος που βιώνουν οι Έλληνες, τους έστρεψε σε εναλλακτικές μορφές, δεν θα πω διασκέδασης, αλλά απασχόλησης. Το βιβλίο – για μένα – δεν είναι διασκέδαση. Είναι εκτόνωση, τροφή για σκέψη, εικονικό ταξίδι σε άγνωστα μέρη και πρωτόγνωρες εμπειρίες. Προσφέρει χαλάρωση, μόρφωση, μας βάζει σε έναν άγνωστο κόσμο και μας τροφοδοτεί με εικόνες και ιδέες που δεν είχαμε ίσως ποτέ σκεφτεί. Αρκετές φορές μάλιστα λειτουργεί και ως ψυχοθεραπεία, για να μας αποσπάσει από την καθημερινότητα και την ρουτίνα.
Πολλά βιβλία, πολλοί συγγραφείς. Τελικά ποιοι είναι κερδισμένοι;
Συνεχίζοντας την απάντησή μου στην προηγούμενη ερώτησή σας, θα ήθελα να προσθέσω πως το γεγονός ότι οι Έλληνες διαβάζουν αρκετά βιβλία, φαίνεται και από τον μεγάλο αριθμό παλαιών, μα και νέων συγγραφέων, οι οποίοι μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί πέρα από το αναμενόμενο και ο λόγος πιστεύω πως είναι η ανάγκη για έκφραση και εκτόνωση. Τώρα δε που οι άνθρωποι στις μεγαλύτερες ηλικίες μένουν άνεργοι, αποφασίζουν να διοχετεύσουν την ενέργεια και την έμπνευσή τους σε κάτι δημιουργικό. Έτσι αποφασίζουν να γράψουν. Και σίγουρα κάποιοι από αυτούς έχουν πολλά να δώσουν στην Ελληνική πεζογραφία και κάποιοι άλλοι ίσως όχι. Ο κόσμος θα κρίνει. Συνεπώς, πολλά βιβλία, πολλοί συγγραφείς, κερδισμένοι είναι σίγουρα οι αναγνώστες.
Όμως σε αυτό το σημείο θα ήθελα να εκφράσω κι ένα μικρό παράπονο, χωρίς βεβαίως να θυμώσω κανέναν. Όπως είπα και πιο πάνω, με την πληθώρα των συγγραφέων που στην πραγματικότητα έχουν κατακλύσει τον χώρο, σίγουρα θα υπάρχουν και βιβλία που μπορεί να υστερούν από άποψη ποιότητας, όσον αφορά τον τρόπο γραφής, το θέμα, την σωστή επιμέλεια και τέλος την αποδοχή από το αναγνωστικό κοινό. Το γεγονός αυτό είναι κατανοητό και οι αναγνώστες είναι ελεύθεροι να πουν την γνώμη τους, αποθεώνοντας ή αντίστοιχα αποδοκιμάζοντας ένα σύγγραμμα. Άλλωστε οι γνώμες διίστανται και δεν είναι όλα τα βιβλία για όλους. Ωστόσο, πολλές φορές οι αναγνώστες ξεχνούν πως για να γραφτεί ένα βιβλίο, ο δημιουργός του κατέθεσε ένα μέρος της ψυχής του και διέθεσε αρκετό πολύτιμο χρόνο από την ζωή του. Θα ήταν λοιπόν καλύτερα, όταν κάποιος εκφράζει μία αρνητική άποψη για ένα πόνημα, να το κάνει με ευγένεια και με σεβασμό στον δημιουργό του. Δεν χαϊδεύουμε αυτιά, ούτε κοροϊδεύουμε όσους ζητούν την γνώμη μας, αλλά προσπαθούμε να κρατήσουμε ένα υψηλό επίπεδο επικοινωνίας μεταξύ αναγνωστικού κοινού και συγγραφέων. Κάτι που δεν αρέσει σε μας, δεν σημαίνει απαραίτητα πως δεν αρέσει στον απέναντί μας. Η αλήθεια είναι πιο ευκολόπεπτη, όταν διατυπωθεί με ήθος και σεβασμό. Δεν χρειάζεται κόπος, αλλά ο σωστός τρόπος.
Τέλος θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δώσατε, μέσα από αυτή την συνέντευξη, να πω για άλλη μία φορά δυό λόγια (εντάξει τώρα, όχι ακριβώς δύο…) για το πρώτο μου βιβλίο, αλλά και για μένα την ίδια, ώστε να έχει μία ιδέα ο κόσμος για το ποια είναι η Τόνια Κυριφίδη.
Η φιλοξενία σας ήταν πράγματι τιμή για μένα!
Βασιλική Ευαγγέλου Παπαθανασίου