ΤΑ ΠΡΟΞΕΝΙΑ
«Και στα δικά σου»..
Την έτρεμε αυτή τη φράση. Άνοιγε ένα πελώριο στόμα αυτό το Κ, σούφρωνε τα χείλη του και το μοχθηρό υ και την σύνθλιβαν στο ανάμεσο.
Βλέπεις είχε μεγαλώσει..
«Παράγινες Δεσποινιώ» της είπε η παπαδιά μόλις τέλειωσε το μυστήριο.
Παράγινες… Και ο νους της γέμισε από μεγάλα παραγινωμένα αχλάδια, αυτά που δεν τα ΄φτανε το χέρι στα ψηλά κλαριά και χλουπ έπεφταν με κρότο στο χώμα, γεμίζοντας με σάπιους ιστούς τη γη.
Ακόμη και το βράδυ που ξενυχτούσαν τον μπάρμπα Σπύρο, ακόμη και τότε, η χήρα αφού την πέρασε με τα μάτια έναν εξονυχιστικό έλεγχο, την χτύπησε με αιχμηρό οίκτο στη πλάτη και της είπε, «Έχει ο Θεός την έγνοια σου, μα κάνε κι εσύ κάτι». «Τόσες τύχες έδιωξες.. !».
Τι να κάνω γαμώ την κατάρα μου ; Αντάριασε η ψυχή της.
Τα πρόσωπα των γαμπρών πέρασαν από μπροστά της σαν ξεφτισμένη κόπια. Πρώτος και καλύτερος ο Θωμάς. «Αρχοντάνθρωπος», είπε η προξενήτρα, «Μέγας λαδέμπορας με εξαγωγάς» ! Βγήκε μαζί του η αλήθεια είναι. Πέρασε με το νεοαγορασθέν, τετρακινητήριο αμάξι του, και αφού διαβεβαίωσε τον πατέρα της πως θα την επιστρέψει ανέπαφον, έβαλε μπρος με τα κλαρίνα στη διαπασών, λέγοντας της, «Άμα τα βρούμε, άμα δώσουμε τα χέρια, κάθε Σάββατο θα σε παγαίνω στο Κεφαλοχώρι». «Έχουμε παράδες για λουλουδικό, για πιώμα, για πρώτα τραπέζια κυρά μου».
Άμα δώσουμε τα χέρια…., της φάνηκε γελοίο κι άρχισε να γελάει δυνατά.
Την κοίταξε απ’ τον καθρέφτη βλοσυρά, σαν να μην του άρεσε…
«Έχω και στασίδι δικό μου στην εκκλησία τις Κυριακές, δίπλα στου πρόεδρου», ακούστηκε η φωνή του να παλεύει να απλώσει τις ‘’παροχές’’, να παλεύει να αντιταχτεί στο γέλιο της. Τι ήταν να το ακούσει αυτό ! Πνίγηκε απ’ τον χείμαρρο των κρυστάλλινων χαχανητών που ξεχείλισε και γέμισε το διπλοκάμπινο.
Σε μια προσπάθεια να ξεφύγει η σκέψη της, σε μια κίνηση να μπλεχτεί ο νους της σε κάτι πιο ακίνδυνο, τον περιεργάστηκε με την άκρη του ματιού. Απ’ τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, ψιθύρισε, όταν το βλέμμα της έπεσε στο γυαλιστερό λουστρίνι που πατούσε το πεντάλ. Αναγούλιασε ελαφρά, μα αυτή η αναγούλα ανέβηκε επικίνδυνα. Μέχρι το λάρυγγα έφτασε σαν είδε την άσπρη κάλτσα που ξεπρόβαλλε καμαρωτή. Άσπρη κάλτσα με ένα μπουγιόζικο σχέδιο από μεγάλα πολύχρωμα καρό στο πλάι.
Όταν γύρισε σπίτι άδειασε τα σωθικά της.
Πέρασε καιρός μέχρι να ξαναχτυπήσει την πόρτα η προξενήτρα. Είχε διαδοθεί βλέπεις στη γειτονιά πως η κόρη του Θανάση είχε κουσούρι. Ή βαρεμένη στο μυαλό ήταν αφού χαχάνιζε με όλους όσους έβγαινε, ή ψηλομύτα.
Πολύ αργότερα έμαθε για τα πεσκέσια που τάιζε η μάνα της την κυρά Φωτεινή για να ανοίξει άλλα προξενιά.
Βγήκε με όλους, όχι γιατί το ήθελε, μα για να μην βλέπει την απόγνωση στα μάτια της μάνας της. Και κάθε φορά που επέστρεφε, ξερνούσε…
«Καλό παράδεισο μπάρμπα Σπύρο». «Καλά θα είσαι εκεί που πας, μακριά από όλες τις κίσσες που μαζεύτηκαν να μαδήσουν το κουφάρι σου και το κουφάρι μου».
«Χεσμένες τις έχω κι αυτές και τις καλές μου τύχες».
«Ποιος τους είπε πως θα ψωνίσω τα κρίματα αλλονών» ;
«Ειδικά το καμάρι, το γιο της παπαδιάς που πουλάει ψεύτικο γάμο και αγοράζει παιδί από όποιον να ‘ναι, αρκεί να βουλώσει τα στόματα όλων, αρκεί να ζήσει την άλλη του αληθινή ζωή με τον Σταύρο, της το επιστρέφω ανέπαφον κι αμεταχείριστον… Πώς θα μπορούσε άλλωστε …να γίνει αλλιώς ;»
Είπε τα ανείπωτα, άδειασε τα κρυφά που της έδεναν κόμπο το στομάχι τόσα χρόνια, φίλησε την εικόνα του νεκρού κι έφυγε αφήνοντας πίσω της ένα δαιμονισμένο γέλιο.
Για μήνες μιλούσαν για την ξεδιάντροπη, για την τρελή…
Για μήνες μιλούσαν για την σοφία του Θεού που την άφησε εκτός κόσμου..
Ποιανού κόσμου… ;;;;
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου