Η κουβέρτα της επιβίωσης Χαρά Χρυσάφη
Ακόμα μια μέρα μόλις έσβησε. Στο βαρύ δωμάτιο της θλίψης μου δε χωράει τίποτα. Ακόμα και εγώ στενεύω ανάμεσα στα έπιπλα. Τα χέρια μου καταχωνιάζονται. Τα πόδια σκεπάζονται. Ακόμα και το πρόσωπο μου κρύβεται. Μονάχα μια χαραμάδα αναπνοής ξεπροβάλει κάθε πρωί να μου θυμίσει το ρόλο της. Αναπνέεις ηλίθια. Ζεις και σήμερα. Συγνώμη, αλλά δε ζω. Επιβιώνω.
Επιβιώνω σ’ ένα σαθρό σύστημα που κρύβει τον ήλιο και όταν φωτογραφίζει τα φεγγάρια αυτά στέκονται θολά. Αναπνέω, μα δε ζω. Επιβιώνω ανάμεσα σε ανθρώπους που κουβαλούν στους ώμους τους το άδικο και βγάζουν κάθε βράδυ τη μάσκα της δικής τους θλίψης. Τα πρωινά τη φορούν, αφού πλύνουν τα δόντια τους. Καθαρίζουν το στόμα τους, μα η βρώμα των λέξεων της αγανάκτησης, μυρίζει παντού. Είναι αυτά τα χιλιάδες άτομα που έχουν σκυμμένο το κεφάλι και παραμιλούν. Μα που πήγε το ανάστημα και η αξιοπρέπεια; Που πήγε η φωνή τους;
Η βαθύτερη και αναγκαία επιθυμία μου με προστάζει να καταστρέψω τα ρολόγια, να μουτζουρώσω τις δεύτερες σκέψεις, να φλερτάρω με την ασυνέπεια, να αλητέψω ανήθικα στους κόλπους του απρόβλεπτου. Να δω τέλος πάντων την ελεύθερη, άλλη πλευρά του νομίσματος.
Επιβιώνω ανάμεσα σε αμέτρητες ερωτήσεις, στους κριτές αυτού του κόσμου, ανάμεσα στα υφιστάμενα σκουλήκια της εξουσίας και των ποταπών υποκριτών των λέξεων. Επιβιώνω ακόμα και δίπλα στους καλά καμουφλαρισμένους τζογαδόρους των αισθημάτων. Μια ρουλέτα να ποντάρουν. Στο μαύρο, στο κόκκινο, στα κομπιασμένα σ’ αγαπώ, στα κομμένα χέρια βοήθειας. — Τα ρέστα μου.
— Τα βλέπω!
— Που είναι; αναρωτιέμαι και μετά τραβώ τον κουλοχέρη της σιωπής και συνεχίζω να χάνω το παιχνίδι.
Μετρώ τα κέρματα στις τσέπες μου και τα λόγια στο στόμα μου. Μετρώ τη φτώχεια, τους θανάτους, την ασέβεια, την αδικία, τους εγωισμούς. Και δυστυχώς συνειδητοποιώ πως χρησιμοποιώ λάθος ρήμα. Δεν μετριούνται οι δαίμονες, τα τέρατα και οι ανάξιοι κακοί. Αναμετριούνται μονάχα. Στήθος με στήθος. Αίμα με αίμα. Να με συγχωρείτε που δεν έμαθα να πατώ και φρένο στις σκέψεις μου. Πόσο μάλλον στις αισθήσεις και τα αισθήματα μου.
Δεν αποποιήθηκα ποτέ το ρόλο της δυνατής, μα μου γίνε μανιέρα. Ένας ρόλος ζωής που με σιχάθηκε. Θέλω κι εγώ μια φορά να λιποθυμήσω αδύναμη στα πρώτα χέρια που θα με περιμαζέψουν. Έτσι για να δω πως είναι να αφήνεις πίσω τους κόμπους στο λαιμό και τα δεμένα σχοινιά στο στομάχι. Έτσι για να κρυφτώ κάτω από τα κλαδιά μια αγκαλιάς και να ζυγιστώ μαζί με τα δυο δράμια αγάπης.
Επιβιώνω, αγαπητοί, επιβιώνω δίχως να παραπονιέμαι, δίχως να διατάζω, δίχως να επαιτώ. Επιβιώνω ακόμα και μέσα στην κόλαση δίχως να ζητώ να μου σκουπίσουν τον ιδρώτα. Απολαμβάνω τους μικρούς σε διάρκεια παράδεισους, ρουφώντας αργά με το καλαμάκι μου κανά δυο όνειρα και πέντε έξι ελπίδες. Ψάχνω την κουμπότρυπα μου σαν γνήσιο και τίμιο κουμπί όχι για να ταιριάξω απλά για κάνω μια παύση απ’ τις βουές ξεπεσμένων κολλαριστών σακακιών και υποχθόνιων σκισμένων καλτσόν που ταιριάζουν σε ανθρώπινα ανέραστα κορμιά.
Επιβιώνω γιατί ονειρεύομαι να συμπορευτώ, να μοιραστώ και να συμπράξω. Μα αλίμονο καθόλου έτοιμη δεν είμαι να αποδεχτώ τη μοναξιά. Φορά κι αυτή μια μάσκα πότε πότε, αυτή της μοναχικότητας. Ευάερη και ευήλια, μα ύπουλη σε διάρκεια. Αν ξεπεράσεις τη νησίδα υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος και κανείς δε θα βρεθεί να σε σώσει. Μονή μπορώ, μα διόλου μόνη.
Επιβιώνω και με αποκαλώ χαμαιλέοντα, χαλί να με πατήσουν, κρατήρα αγάπης μα και αντιδραστήρα ηλιθιότητας. Είμαι και εγώ μαζί μ’ αυτούς που θα τρέξουν στις πέντε το χάραμα για την ανάγκη, για το κεφάλι που θα γύρει στον ώμο, για την τρέλα, για τη στιγμή. Μπορώ να γίνω ένα παλιάτσος, ένα έντιμος κλόουν, αρκεί να περάσει μπροστά απ’ τα μάτια μου ένα χαμόγελο. Είναι μια εξαίσια κινηματογραφική εικόνα η χαρά μετά τη θλίψη. Είμαι έτοιμη από χθες, μα δυσκολεύομαι ακόμα να αποδεχτώ τα πώς και τα πρέπει.
Αποφεύγω τα γιατί, γιατί δεν τα ξέρω. Αγαπώ τη γενιά μου. Χτίζει στα χαλάσματα χωρίς υλικά. Άθλος, δε νομίζετε; Φτύνω τη μιζέρια, φτύνω και πάνω στα πρόσωπα της αδικίας και των φρούδων ελπίδων. Αφήνω τη μεγαλύτερη φτυσιά μου σ’ αυτούς που ταράζουν τον ορισμό της αξιοπρέπειας και σε εκείνους που χώνουν τα χέρια τους στη βρωμιά και μετά θαρρούν πως πεντακάθαρα μου δίνουν χειραψία.
Επιβιώνω και κοιτώ την αγάπη να κατακερματίζεται, τη φιλία να χάνει τις ρίζες της και την ηθική να ξιφομαχεί με την ανυπαρξία της. Θαυμάζω το «τώρα» κι αυτούς που έχουν βρει τη δύναμη να το σηκώνουν λάβαρο. Με μαγεύουν οι εραστές των λέξεων, μα πιότερο οι κατακτητές των πράξεων. Βρίσκω το Θεό πάντα μέσα μου. Ξέρω να αρχίζω απ’ το μηδέν και έχω εκπαιδευτεί στην επανάληψη τούτης της πράξης.
Έχω τη γνώση του άπειρου, μα δεν με τρομάζει. Πιστεύω στην εντιμότητα των «όχι» παρά στην τυραννία των «ναι». Η σημασία που δίνω στη δύναμη της αγάπης δεν μπορεί να υπολογιστεί ως τον ουρανό, ως στο υπέδαφος, ούτε ως μέσα στη θάλασσα. Δεν τη χωρά ούτε το σύμπαν. Αν θα μου ζητούσαν να τη φυλακίσω, ίσως και να την έβαζα σε δυο μάτια. Αυτά που όταν με κοιτούν, τη βλέπω να στάζει. Υγρή είναι η αγάπη. Έχει μια γυαλάδα πάνω της, μια ροή.
Επιβιώνω και κάνω φίλους μου τα αντικείμενα, δίχως να το προκαλώ, έτσι ακατανόητα και εντελώς αυθόρμητα. Μιλώ στις καρέκλες, στα τραπέζια, στα στιλβωμένα παπούτσια, στα γάντια, στις λάμπες. Σε χρήσιμα αντικείμενα, αλλά και σε άχρηστα. Σε τσαλακωμένες εφημερίδες, σε τελειωμένες κονσέρβες και σε τελευταία τσιγάρα. Μιλώ στο χώμα, στη στάχτη, σε απόνερα, στον αέρα, στις αύρες και τα φωτοστέφανα των ανθρώπων, σε ψίχουλα, σε ρόζους χεριών, στις φλέβες λαιμών.
Είμαι μια συνειδητοποιημένη και αφελής τρελή που ψαχουλεύω τις ιστορίες των αντικειμένων, των αφηρημένων εννοιών που στέκονται σαν σιωπηλοί κομπάρσοι. Βλέπω την αρχή και το τέλος της παράστασης που έδωσαν στις πλάτες τους οι ιστορίες των ανθρώπων. Προτιμώ τα αντικείμενα από τις ανέντιμες δηλώσεις, τις φθηνές και κεκαλυμμένες πράξεις.
Όταν οι ανάσες μου λιγοστεύουν, με καταχτούν οι υπολογισμοί, οι συναισθηματισμοί, οι παραλογισμοί, οι στεγνοί έρωτες και οι βλοσυροί εγκληματίες των στιγμών. Απεχθάνομαι τη ρουτίνα, τη μιζέρια, τη στασιμότητα. Χρησιμοποιώ «κουτάκια», ημερολόγια, πρόγραμμα, σημειώσεις. Είμαι πολύ συνεπής με το χρόνο. Τουλάχιστον δέκα λεπτά πριν τα ραντεβού, τις συνεντεύξεις, τις συναντήσεις, τις αποφάσεις.
Η βαθύτερη και αναγκαία επιθυμία μου με προστάζει να καταστρέψω τα ρολόγια, να μουτζουρώσω τις δεύτερες σκέψεις, να φλερτάρω με την ασυνέπεια, να αλητέψω ανήθικα στους κόλπους του απρόβλεπτου. Να δω τέλος πάντων την ελεύθερη, άλλη πλευρά του νομίσματος. Να μη με νοιάζει, να μην προσδοκώ. Παρά μόνο να μασώ τα κρόσσια του παρόντος ανέμελα και να χορεύω γύρω απ’ τις φωτιές του άχρηστου παρελθόντος και του αβέβαιου μέλλοντος.
Επιβιώνω, γαμώτο, στα δώσε και πάρε της ζωής.
Παζάρι στιγμών, δουλοπάζαρο προσδοκιών. Έχω μόνο δέκα δάχτυλα που δεν φτάνουν να μετρήσω. Δεν είναι εμπόριο οι καλές πράξεις, ούτε τα δώρα. Αυτά που έλαβα τα κλείδωσα σε εγκέφαλο και καρδιά. Μου πήραν το κλειδί και δε μπορώ να ανοίξω και να τα πετάξω. Δε θέλω. Έχω μεγάλο πρόβλημα και με τις μυρωδιές. Μυρίζομαι τους ζήτουλες, τους καθωσπρέπει, τις νυφίτσες, τους λιμοκοντόρους. Ξέρω ακριβώς σε πιο σημείο του ραφιού να βάλω κάθε μπουκαλάκι με τις μυρωδιές τους.
Το παράξενο είναι πως η μυρωδιά των αγαπημένων με ακολουθεί. Τα πρωινά, τις νύχτες, στα λεωφορεία, στα ξενύχτια, ακόμα και μέσα σε σκοτεινούς βόθρους, τρυπούν τα ρουθούνια μου οι μοσχοβολιές της αγάπης. Εξού και το εξαιρετικό μου μνημονικό. Όλα μπορώ να τα ξεχάσω, τη μυρωδιά της μνήμης ποτέ. Συνηθίζω να διηγούμαι και ιστορίες. Δυσκολεύομαι να ακολουθήσω κανόνες. Απλά ξεστομίζω, αυτά που σκέφτομαι. Άλλοτε λίγο, άλλοτε πολύ με κολλάνε στον τοίχο τα ίδια μου τα λόγια. Παίξτε ένα παιχνίδι μαζί μου. Διαβάστε φωναχτά ένα κείμενο. Θα τρομάζετε απ’ τις αλήθειες που τρυπούν τα αυτιά σας. Είναι τρομακτική και η δύναμη της ακοής. Μυρίζω και ακούω. Ακόμα δυο ρήματα στη συλλογή μου. Ας είναι…
Έχω την εντύπωση πως εκτέθηκαν ύπουλα οι σκέψεις μου και ήρθε η ώρα να καπνίσω το τελευταίο μου τσιγάρο, βοηθά πολύ στην αναπνοή εξάλλου. Όπως εξάλλου η ειρωνεία και το χιούμορ μου στους γόρδιους δεσμούς της ζωής μου. Έπειτα θα κοιμηθώ και θα μιλήσω ακατανόητα στο αντικείμενο που καταχωνιάστηκε τα πόδια, τα χέρια, το πρόσωπο μου. Στην κουβέρτα μου. Είσαι μια υπομονετική κουβέρτα, θα της πω, με ανοχή σ’ όλες τις κραυγές αγωνίας, σ’ όλη τη μουντίλα της απελπισίας.
Θα με μυρίσεις, θα με ακούσεις, θα γίνεις ένα με το κορμί μου. Θα επιτελέσεις και σήμερα το ρόλο ενός αντικειμένου ωτακουστή και εγώ θα σου εκμυστηρευτώ και απόψε τη στερνή μου επιθυμία. Βαρέθηκα να πολλαπλασιάζω το «βιώνω». Να ζήσω επιθυμώ, να ζήσω. Θα σηκωθώ το πρωί και θα μπει στα ρουθούνια μου ο αέρας της λύτρωσης.
Όχι από μια χαραμάδα αυτή τη φορά. Θα ξεφουσκώσουν τα πνευμόνια μου και θα εκπνεύσω αργά μια βαθιά ανάσα. Κι ύστερα αγαπητή μου κουβέρτα μου θα κείτεσαι στο πάτωμα μόνη σου. «Είναι μια νίκη που ζω!», θα φωνάξω στη ζωή μου. Κι αυτή θα μάθει πως είναι να βασανίζεσαι με την επιβίωση.
Lifo.gr