Γενέθλιος ημέρα
Γεννήθηκα μια γύφτισσα μέρα στα μέσα του Νοέμβρη.
Απ’ αυτές που σέρνουν κάτω απ’ το μεσοφόρι τους ξόρκια μάγια και ξυπόλητα χαμόγελα.
Γκρίζα μου είπαν πως ήταν τα μάτια της, απ’ αυτά τα γκρίζα μάτια που ποτέ δεν ξέρεις αν σε καλοδέχονται ή αν σε απορρίπτουν.
Κι αυτό το γκρι συνοδοιπορούσε πλάι μου με μια πιστότητα όλα αυτά τα χρόνια, με μιαν ακολουθία σχεδόν ερωτική.
Τι κι αν έλεγα πως μ’ αρέσουν τα χρώματα κι αν ντυνόμουν με κόκκινα, ξεχασμένα από άλλους μήνες. Ένας Νοέμβρης σκάλωνε πάντα στο πέτο, στο στήθος, στα μαλλιά, στο βλέμμα μου, χρωματίζοντας τα με τις δικές του μόνο γκρι αποχρώσεις
.
Δεν έκλαψα όταν αντίκρισα τον κόσμο σύμφωνα με πληροφορίες.
Μόνο τον περιεργάστηκα με μια ματιά ανερμήνευτη και κάποιοι είπαν πως γέλασα κιόλας.
Ο πατέρας πανευτυχής, σκόρπισε τη μέρα αυτή ό,τι είχε και δεν είχε. Η μάνα, με κείνο το ακατανίκητο ένστικτο που ‘χουν όλες οι μάνες, ήταν επιφυλακτική. Δεν της πολυάρεσε αυτή η αυθάδικη ματιά. Και δεν έπεσε έξω. Σε μπελάδες την έβαλα μεγαλώνοντας. Σε μπελάδες μπήκε μ’ αυτό το περίεργο πλάσμα που λες κι έκρυβε πολλές μορφές. Μια ευγένεια παρουσίας και μια έκδηλη άρνηση των στερεότυπων ενός χώρου που το έπνιγε.
Αλήθεια το έλεγα εγώ ! Οι άλλοι όμως το μετέφραζαν σε αγένεια…
.
Πάντα με θυμάμαι να σεριανάω αφτιασίδωτη και να λοιδορώ τα στολίσματα των άλλων.
Τι μυστήριο πράμα.
Μια ηδονή με κυρίευε σαν άγγιζαν τα γυμνά μου πέλματα κάθε καλοστρωμένο, κάθε καλογυαλισμένο υπάκουο δρόμο και τον λέρωναν με κόκκινες ανυπότακτες πατημασιές ελευθερίας.
.
Κάποιες φορές με έχανα ακόμη κι εγώ.
Μα ήξερα που θα με βρω.
Κάτω από έναν ουρανό μέτραγα πάντα τ’ άστρα.
Και κάθε φορά εύρισκα κι ένα παραπάνω. Και κάθε φορά θαρρούσα πως τα ακούμπαγα στου στήθους μου τους χτύπους.
Τι ευτυχία ένιωθα σαν με τύφλωνε το φως τους.
Μεθούσα, ούρλιαζα, ακόμη κι όταν με σύνθλιβαν οι κατολισθήσεις τους στο κορμί μου.
Ένα σαν γίνονταν με μένα.
.
Και τα χρόνια περνούσαν κι εγώ μεγάλωνα και μίκραινα μαζί, έτσι σαν ένα παιχνίδι αυτοκαταστροφικό, έτσι σαν μια τιμωρία εαυτού και αλλήλων, με ένα σκοπό πάντα, με ένα πείσμα κυρίαρχο. Να βγάλω το Νοέμβρη απ’ τη ρίζα του. Μάταιος κόπος…
«Μαζί μου θα φθινοπωριάσεις», μου ‘λεγε, βρέχοντας με ένα σιγανό παράπονο τα κομμάτια του που ξερίζωνα κάθε φορά.
Τον πόνεσα
Τον ένιωσα
Τον αγάπησα
και τον αποδέχτηκα επιτέλους για παντοτινό σύντροφο μου.
.
Μάγισσας σπορά, λέγαν οι απονήρευτοι και σταυροκοπιούνταν.
Κι εγώ τότε έκλαιγα…
Ναι έκλαιγα μ’ ένα κλάμα γοερό, το δάκρυ της γέννας που μ’ αρνήθηκε τότε.
Ένας κρότος γινόμουν αυτανάφλεξης και χανόμουν μέσα σε μένα.
Εκεί, που ένα ξέντυτο θαύμα με καλωσόριζε στο ταξίδεμα του, στο αλήτεμα του μάλλον.
Εκεί που ανήκα.
Σε μιας γύφτισσας μέρας την ηδονή, που ξέρναγε οδύνη…
~ Κωνσταντίνα Σταθακοπουλου