Ανδρέας Κανακάκης «Ψυχανθή» Μικρή λέξη με τεράστιο βάρος
Ο Ανδρέας Κανακάκης είναι ένας νέος ποιητής,που το πνεύμα του έχει οξύτητα και οξύνοια, η γραφή του είναι ενδιαφέρουσα και συγκινητική.
Επιμέλεια συνέντευξης:Βασιλική Ευαγγέλου-Παπαθανασίου
Ο Ανδρέας Κανακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στα Χανιά. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, και από το 2022 συνεχίζει τα ακαδημαϊκά του βήματα στο εξωτερικό. Η ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ψυχανθή» είναι το πρώτο έργο που αποφάσισε να μοιραστεί με ένα ευρύτερο κοινό και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ανεμολόγιο.
Ποια είναι η άποψή σας για τις θεραπευτικές ιδιότητες της ανάγνωσης βιβλίων;
Θα έλεγα ότι η «θεραπευτική» επίδραση της ανάγνωσης διαφέρει από άτομο σ’ άτομο, ανάλογα με την ανάγκη, ανάλογα με την πληγή που έχει ο καθένας και της οποίας την ίαση επιζητά. Για μένα η ανάγνωση τις περισσότερες φορές λειτουργεί μονωτικά, σαν ακουστικά στα μέσα μαζικής μεταφοράς: με αποσυνδέει από τον θόρυβο, από την εξωτερική και την εσωτερική ταραχή, και με εσωκλείει μέσα σε έναν διαφορετικό χωροχρόνο, στον οποίον το μόνο που μου ζητείται είναι να παρατηρήσω και να ακούσω. Κάποιες φορές, βέβαια, αυτή η μόνωση δεν είναι απόλυτη, καθώς ένα βιβλίο μπορεί να παρεισφρήσει σε συναισθήματα, σε αναμνήσεις, στον τρόπο σύνδεσης με τους ανθρώπους μου… Ίσως τότε βέβαια να χάνει αυτομάτως την «θεραπευτική» του λειτουργία.
Ψυχανθή είναι ο τίτλος της ποιητικής σας συλλογής. Ποια είναι για σας τα άνθη της ψυχής σας;
Τα πολύ δικά μου αγαπημένα πρόσωπα. Οι άνθρωποι που έχω επιλέξει πολύ προσεκτικά, που μπορώ να τους εκθέσω τις πληγές μου κι αυτοί να τις καταπραΰνουν. Και αντιπροσωπεύει, νομίζω, αυτή η συλλογή ένα χρέος του καθένα προς την ψυχή του: να μπορεί να την τιμήσει με τέτοια «άνθη».
Στο ποίημα σας «Μονστέρα» γράφετε ότι «μάθανε οι αγάπες να αναπτύσσονται σε χώρους εσωτερικούς». Τι είναι για σας η αγάπη;
Σίγουρα μια δύσκολη ερώτηση. Η απάντησή της δε, ακόμα δυσκολότερη. Θα έλεγα ότι για μένα η αγάπη είναι μια βαθιά ανθρώπινη εμπειρία. Είναι μια διαδικασία υποβολής του εαυτού σε συναισθηματικά δεσμά, μια εκγύμνωση τρωτών σημείων και αδυναμιών. Θυμάμαι τη Λυδία Φωτοπούλου στο ανέβασμα της «Γκόλφως» από τον Καραθάνο να εκφέρει με λυγμό τον στίχο της Κιτσοπούλου: «Αγάπη είναι να αγαπάς όποια πληγή σου ανοίγει», απαντώντας σε αυτή την ερώτηση.
Είναι μια πολύ εσωτερική, ιδιωτική διαδικασία, την οποία προσπαθώ να προσεγγίσω μέσα από τον παραλληλισμό με τη «Μονστέρα» κι άλλων φυτών εσωτερικού χώρου. Η δική μου αγάπη απομακρύνεται από εξωτερικούς παράγοντες που ενδέχεται να της επιφέρουν «σκισίματα και εκδορές» και επικεντρώνεται σε μια θρέψη εκ των εσωτερικών της τραυμάτων, μια σύνδεση με «το μέσα». Είναι μια αγάπη δεκτική πληγών και τραυμάτων.
Υπάρχουν διαφορές στη διαδικασία συγγραφής ενός μυθιστορήματος και ενός ποιήματος;
Η αλήθεια είναι δεν έχω προσωπική εμπειρία στη συγγραφή μυθιστορήματος. Ωστόσο, αντιλαμβάνομαι ότι ένα μυθιστόρημα απαιτεί μια άλλου είδους αφοσίωση από ό,τι ένα ποίημα. Ενώ στην ποίηση η έμφαση δίδεται συχνά στην επιλογή και τοποθέητση των λέξεων, την ομοιοκαταληξία ή τη μορφή του στίχου, το μυθιστόρημα θέτει άλλες προκλήσεις, όπως το «χτίσιμο» της προσωπικότητας του κάθε χαρακτήρα, η εναλλαγή των εικόνων ή η κατανομή της σκέψης σε αφηγηματικές ενότητες.
Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος μοιάζει μια μακροχρόνια δέσμευση. Χρειάζεται να το ζήσεις, να το δουλεύεις μέρα με τη μέρα. Από την άλλη, το ποίημα διατηρεί έναν πιο χαλαρό δεσμό με τον δημιουργό του. Μπορείς να το ολοκληρώσεις μέσα σε μια μέρα, να το αφήσεις στη μέση και να το ξαναπιάσεις σε μεταγενέστερο χρόνο, με μια ελευθερία που δύσκολα επιτυχγάνεται στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος.
Στο ποίημα «Προσφώνηση» λέτε: «Λέγε με αντίο πριν με πεις ό,τι άλλο επιθυμήσεις…». Τι δύναμη έχει για σας το αντίο;
Μικρή λέξη με τεράστιο βάρος… Σε πέντε μόλις γράμματα εσωκλείει μια ολόκληρη ιστορία και περιέχει έναν αναστεναγμό, ένα ψιθύρισμα με την αίσθηση του οριστικού. Στην ουσία του, το αντίο δεν είναι μονάχα μια φράση αποχαιρετισμού· φέρει το βάρος της απώλειας, συνυφαίνεται με τον αποχωρισμό και μετουσιώνεται σε στιγμή συμφιλίωσης με το παροδικό κι εφήμερο. Είναι μια αναμέτρηση με αναμνήσεις, εξαγγέλλουσα το τέλος, εξ ου και εκείνη τη στιγμή καμία άλλη λέξη δεν επαρκεί για να κλείσει το κενό που αφήνει. Ταυτόχρονα, κατά τη γνώμη μου, το αντίο κουβαλά και μια γλυκιά, αθόρυβη αποφασιστικότητα. Είναι μια πράξη θάρρους, μια τελευταία προσφορά της καρδιάς σε ό,τι αφήνουμε πίσω. Είναι μια γενναία λέξη το αντίο.
Πιστεύετε πως η γνώση είναι μια μορφή δύναμης;
Εξαρτάται από το περιεχόμενο που δίνει κανείς στη «δύναμη». Για μένα, γνώση είναι η δύναμη του ανθρώπου να ξεφύγει από κάθε λογής δεσμά που του επιβάλλονται. Είναι μια μορφή επανάστασης, μια μορφή αυτογνωσίας κι ανεξαρτησίας. Ο άνθρωπος της γνώσης είναι σε θέση να καταλάβει τον κόσμο καλύτερα, να τον κάνει δικό του και να ζήσει μέσα σε αυτόν όπως το επιθυμεί.
Η γνώμη μου, βέβαια, απομακρύνεται αρκετά απ’ το απόφθεγμα «η γνώση είναι δύναμη» και τις ερμηνείες που έχει λάβει. Πολλοί ταυτίζουν τη γνώση με τη δίψα για εξουσία, με την ισχύ. Κι εκεί ακριβώς πιστεύω ότι σφάλλουν. Ο πραγματικά προικισμένος με γνώση άνθρωπος σπάνια κυνηγά την εξουσία ή θέσεις ισχύος. Αντίθετα, θα έλεγα, αποζητά την ηρεμία και την εσωτερική ισορροπία, όσο αφελής κι αν ακούγεται αυτή η άποψη.
Πώς οργανώνετε τη σκέψη σας;
Σπάνια οργανώνω τη σκέψη μου, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την ποίηση. Προτιμώ να εμπιστεύομαι τον αυθορμητισμό της έκφρασης και να επιτρέπω στις σκέψεις μου μια ελευθερία ροής. Πιθανόν αυτό συμβαίνει επειδή στους υπόλοιπους τομείς της ζωής μου προσπαθώ να είμαι οργανωμένος και μεθοδικός. Μέσα από τη λογοτεχνία, όμως, αναζητώ έναν χώρο όπου μπορώ να ξεφύγω από την οργανωτική μου μανία και να εκφραστώ αυθεντικά. Κάποια από τα ποιήματα της συλλογής έχουν γραφτεί σε χαρτοπετσέτες, άλλα στην εφαρμογή των σημειώσεων στο κινητό μου, άλλα στην ατζέντα μου… Θυμάμαι μέχρι και στο θρανίο μου στο σχολείο είχα γράψει κάποτε ένα ποίημα, επειδή εκείνη τη στιγμή ήθελα να δραπετεύσω από την οργάνωση της σκέψης μου…
Η ποίηση έχει τη δυνατότητα αφύπνισης.
Η ποίηση, όπως και η λογοτεχνία γενικότερα, έχει σίγουρα τη δυνατότητα αφύπνισης, αλλά σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έχει ο ποιητής και η προσωπικότητά του. Παραδείγματος χάριν, αφυπνιστικά βρίσκω τα ποιήματα του Ρίτσου και του Αναγνωστάκη, των οποίων η ποίηση αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη στάση ζωής. Είναι η πίστη του ποιητή στην «αφυπνιστική» λειτουργία της γραφής του και η σύνδεση της πίστης αυτής με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Ωστόσο, η αφύπνιση δεν χρειάζεται πάντα να έχει ιδεολογικό πρόσημο. Άκρως αφυπνιστική θεωρώ και την ποίηση του Καβάφη που κατευθύνει προς μια προσωπική απελευθέρωση, ή την ποίηση του Ελύτη που προσκαλεί σ’ ένα διαρκές ταξίδι στο φως.
Σαν οπισθόφυλλο
Ο ποιητής μάς οδηγεί στον μυστικό του κήπο, εκεί όπου καλλιεργεί με αφοσίωση τις πιο προσωπικές του αναζητήσεις. Δέσμιος του υπερθετικού κάθε εποχής, εκθέτει τα πολύτιμα ψυχανθή του σε «καψίματα κι εκδορές», στον ακατανίκητο πόθο για αυτοσυνείδηση, στον αληθή ερωτικό ενθουσιασμό και στην αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας.
Με ζωηρή περιέργεια, μας προσκαλεί σ’ ένα ταξίδι ενηλικίωσης, βίωσης της ανθρώπινης φύσης και αναμέτρησης με τη σαγήνη της αθανασίας.
Με πίστη στον λυρισμό, αποκρυπτογραφεί τα τρία ακρόκορφα από τα οποία διέρχεται η ύπαρξη, σε μια νομοτελειακή διαδρομή προς την ανθοφορία της ψυχής.