Ξενέρωσα με την πάρτη σου, γι’αυτό φεύγω πρώτα εγώ…
Γράφει η Zoe Diam.
Αλμύρα.
Ναι.
Το φιλί σου είχε γεύση από αλμύρα και μέντα. Απρόσμενο μα διαρκές.
Τέσσερα απανωτά δικά σου φιλιά.
Τελευταία φορά που με φίλησες ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ του Δεκέμβρη που σε κράτησα σφιχτά και σε αποχαιρέτησα. Ήξερα ότι δεν θα ήταν για πάντα. Κάποια στιγμή θα σε ξαναέβλεπα. Και τότε, πήρα μαζί μου το χάδι σου. Με αυτό κοιμόμουν εκείνα τα ανήσυχα βράδια.
Ξέρεις, υπήρχαν και νύχτες που αλυχτούσαν τα μέσα μου και σε φώναζα.
Καλούσα τη σκονισμένη σου ψυχή, μήπως κατάφερνα και τη λύγιζα.
Ψύχος.
Χειμώνας τότε, χειμώνας και τώρα. Τι κι αν όλα καλοκαίριασαν?
Το αντίο μου στο χάρισα ολάκερο εκείνο το βράδυ. Στόλισα την ψυχή μου με κόκκινα τριαντάφυλλα και γέμισα το σπίτι με χρυσάνθεμα. Τη φυγή σου ήθελα να την γιορτάσω. Ήθελα να θυμάμαι το θρήνο στην ψυχή μου.
Drama queen από τα γεννοφάσκια μου, βλέπεις.
Μοναχοπαίδι με δυνατά σημεία το χαμόγελο και την ευαισθησία μου. Γελάω πολύ και δυνατά, κλαίω αθόρυβα και πνιχτά. Λένε ότι είμαι των άκρων και της υπερβολής. Δεν ξέρω. Eίναι που και εγώ τώρα με μαθαίνω.
Σου μιλούσα λοιπόν για εκείνο το γαμημένο βράδυ που φόρεσα την υποκριτική μου διάθεση και βγήκα να στο παίξω μάγκας και δήθεν σκληρό αντράκι. Κοιμήθηκα μαζί σου για τελευταία φορά, γιατί το γούσταρα. Όπως και εσύ.
«Θα μου λείψει» σου είπα. « Να, αυτό το σφίξιμο των ψυχών που γινόμαστε ένα».
Πάντα εγώ να μιλάω και εσύ να σιωπάς. Εξομολογητής συναισθημάτων σαν χείμαρρος σε παλίρροια εγώ και από την άλλη εσύ, σκληρός και συγκρατημένος σε κάθε σου λέξη.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελες να με αφήσεις από τη ζωή σου. Ήθελες απλά να υπάρχω σε αυτήν με δικούς σου κανόνες.
Ότι σε βόλευε και δεν διατάραζε την νηνεμία της ψυχοσύνθεσης σου, το επέβαλες χωρίς δισταγμό.
Και εγώ λοιπόν έπρεπε να συμβιβαστώ.
Σε τι ακριβώς;
Στα λίγα για να πάρω λιγότερα; Δεν μπορώ τα λίγα. Θέλω να μπουκώνει η ψυχή μου από πολλά. Κι αν μου μιλάς για συμβιβασμό, τότε σημαίνει πως κάπου χωλαίνει το μελόδραμα.
Δεν ήθελες να φύγεις από το σπίτι μου θυμάσαι;
Εκείνη τη στιγμή που έκλεισα την πόρτα πίσω μου, ένιωσα τα χέρια σου να την σπρώχνουν και τα πόδια σου να με εμποδίζουν. Τα μάτια σου στο περίμενε να δουν την αντίδραση μου. Αμέσως κρύφτηκα στην αγκαλιά σου και άφησα για μια τελευταία φορά το δηλητήριο να κυλήσει στις φλέβες μου.
Με ένα χειμωνιάτικο φιλί σε αποχαιρέτησα.
Έτσι πέρασε ο καιρός και εγώ σε μια γωνιά να περιμένω μια αλλαγή στην ατάραχη ζωή μου.
Σου είπαν ότι περίμενα την επιστροφή σου;
Την αποζητούσα όπως ο εθισμένος το ναρκωτικό του.
Και ήρθες.
Ήρθες για να φύγεις όμως πιο δυναμικά αυτή τη φορά.
Σε συνάντησα εκεί δίπλα στη θάλασσα. Ήμουν παγωμένη και αμήχανη. Έτρεμα μα ευτυχώς δεν το πρόσεξες. Σου χαμογέλασα και εσύ μου πρότεινες να κάνουμε μια βόλτα στην παραλία. Αράξαμε στις ξαπλώστρες. Μου μίλησες για το πόσο ρομαντικό ήταν το τοπίο και εγώ αδιάφορα συμφωνούσα. Ήθελα όσο τίποτα να με αγκαλιάσεις, μα ήμουν ψυχρή και αμίλητη σαν κάτι να με συγκρατούσε. Αμηχανία και δισταγμός σε κάθε κίνηση, σε κάθε νεύμα. Με έσφιξες με μιας στην αγκαλιά σου. Τα χέρια μου κρέμονταν χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν από φόβο μήπως τα άφηνες ξανά.
Αγκάλιασε με, μου είπες.
Το δέρμα σου απαλό σαν μετάξι και η μυρωδιά σου, ουδέτερη μα εθιστική σαν να με υπνώτιζε. Δεν τολμούσα να σε κοιτάξω στα μάτια. Με χάιδεψες απαλά στο πρόσωπο και το δηλητήριο άρχισε και πάλι μετά από καιρό να κυλάει στις φλέβες μου. Ένα φιλί αλλιώτικο, διαφορετικά δοσμένο.
Μύριζε επιστροφή, αλλαγή ή μετάνοια. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον.
Αμηχανία και πάλι.
«Ας ξεχάσουμε ότι έγινε» σου είπα. «Δεν θα ξαναγίνει».
«Φυσικά» μου απάντησες. Αμέσως μετά με άρπαξες και με φίλησες.
Έμεινα να σε κοιτάζω να φεύγεις.
Για ακόμα μια φορά έφευγες από το πεδίο της μάχης αλώβητος έχοντας το τρόπαιο κάπου καλά κρυμμένο. Φάνηκες ικανοποιημένος, σαν να επιβεβαίωσες το φιλάρεσκο εγώ σου. Εγώ χαμένη στη ζάλη μου και στη μέθη των φιλιών σου, άφησα την ψυχή μου να χαρεί για λίγο μα αμέσως μετά τη συγκράτησα. Κοιμήθηκα ήρεμα εκείνο το βράδυ. Κράτησα την γεύση σου στα χείλη μου.
Αλμύρα και μέντα. Και αποκοιμήθηκα.
Και μετά τι; Λίγες στιγμές ευτυχίας το φιλί σου και οι πράξεις σου το εισιτήριο για τη φυγή μου.
Ήθελα να σε δω και σε έψαξα. Βρεθήκαμε στην πόλη σου.
Σαν αρπακτικό μου ρούφηξες όλη μου την δύναμη. Πάλευα να σώσω την ψυχή μου, να φύγω από την δίνη που είχα προκαλέσει στον εαυτό μου. Δεν με άφηνες. Με γρήγορες κινήσεις με μέθυσες και με βασάνισες. Με κλείδωσες στην αγκαλιά σου και με έκανες δική σου. Κι όταν όλα τελείωσαν, ξαφνικά σε είδα να χαμογελάς έχοντας το τρόπαιο της επιβεβαίωσης και της αυτοκυριαρχίας πλέον φανερό στο πρόσωπο σου.
Εκείνη τη στιγμή σε μίσησα.
Δεν ξέρω τι στο διάολο ήμουν για σένα αλλά κατάλαβα πως δίπλα σου αυτοκαταστρέφομαι. Διαλύομαι και εσύ εκεί σε μια γωνιά να γελάς χαιρέκακα.
Ρε μαλάκα αν δεν με θες στη ζωή σου διώξε με. Τι με κρατάς; Από ανασφάλεια, εγωισμό ή από οίκτο;
Και Τόση αδυναμία να μην μπορείς να πεις ένα απλό «Φύγε»;
Καθαρές κουβέντες ήθελα, κι ας με πόναγαν. Θα το άντεχα.
Ξενέρωσα με την πάρτη σου. Αηδίασα.
Φεύγω εγώ ρε.
Και άντε μου στο διάολο.
Loveletters.gr