Ξέχασα…
Ξέχασα…
Τα πλήκτρα στο πιάνο μου κοιμούνται ακίνητα σαν σκέψεις
το πιο μπάσο η Ζωή,
το πιο οξύ ο θάνατος
το φως στα άσπρα,
η νύχτα στα μαύρα.
Πόσα δάχτυλα έχουν τα χέρια μου;
Δέκα μόνο σαν τις αγάπες μου
γαλάζιες μακρινές ανατριχίλες
όπως ο κόσμος που τρέχει εκεί έξω.
Πόσα αστέρια απόψε έχει ο ουρανός;
Τόσα, όσα μπορώ να μετρήσω
όλα εκείνα που βλέπω και αισθάνομαι
όλα εκείνα που μπορώ ν’ αγκαλιάσω.
Πόσα παράθυρα έχει η πόλη μου;
Στόματα ομίχλης που δαγκώνουν τον ήλιο
ξύλινα δάχτυλα που ακουμπούν τον ουρανό
χαϊδεύοντας την ημέρα που πεθαίνει.
Πόσα συρτάρια στη μνήμη μου…
γεμάτα σκουριά και μελαγχολία
κιτρινισμένων φωτογραφιών και κομματιών ιστορίας
που ο άνεμος πήρε μαζί του,
μα στο τέλος του δρόμου
αυτό που μένει είναι η σκιά,
που κάνει το περίγραμμα από ένα χαμόγελο.
Ξέχασα…
Πώς να πετώ πάνω από τις στέγες
και όμως μου το είχες μάθει…
Ξέχασα…
πώς να ζω και πώς να πεθαίνω
και όμως μου το είχες μάθει
μια καλοκαιρινή νύχτα πριν να φύγω…
Γιάννης Ποταμούσης