ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Η ΓΕΝΕΣΗ
Ξερές ματιές
Εύφλεκτες ματιές πύρωναν η μια την άλλη με φλόγες απόγνωσης.
Γύρω τριγύρω ένας κόσμος δαρμένος από κατακλυσμό.
Κι αυτές εκεί
Οι μόνοι επιζήσαντες
Οι μόνοι λαθρεπιβάτες μιας κιβωτού ονείρων.
. ~ * ~ .
Κι έσμιξαν τα βλέμματα απελπισμένα.
Και έχυσαν την οδύνη τους μέσα στου τέλους ηδονή.
Και ξεχύθηκαν αφανέρωτοι ουρανοί απ’ των ματιών τον βρυχηθμό.
Κι ύστερα
Οι απορημένοι Θεοί ανασκουμπώθηκαν να μοιράσουν τον Έρωτα στην πλάση.
Αυτόν που ξεχείλιζε απ’ τα βουβά κορμιά.
Αυτόν που ξεμάκραινε απ’ το φθαρτό και σ’ άφθαρτο πλανιόταν.
Πάνω απ’ τον ίδρω των σωμάτων, που πόθους τους σιγόκαιγε.
Μη και χορτάσει η Φωτιά.
Μη και λαθέψει το Ταξίδι.
. ~ * ~ .
Και αισθήσεις νιόβγαλτες το ανικανοποίητο ρουφούσαν.
Βύζαιναν λαίμαργα τους βόγκους, έπιναν άπληστα τα ρίγη.
Μεθούσαν απ’ τον καινούριο κόσμο που αντικρίζανε.
Και κραυγές, κραυγές φορτωμένες ηδονή κατανάλωναν τα σκοτάδια.
Τα κατέτρωγαν.
. ~ * ~ .
Και εγένετο Φως.
Και εγένετο Ζωή το τέλος.
Κάπου σε ένα σύμπαν άγνωρο.
Κάπου σε μια σαγηνευτική συγχορδία από τον οίστρο ποιητών.
Εκεί γεννήθηκαν οι στίχοι.
… εκεί που χάθηκε η βέβηλη πραγματικότητα …
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου