ΤΟ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Θέλω να σύρω τα βήματα αργά. Βαριά. Να τραντάξω και δυό φορές το πόδι κάτω δυνατά. Να τρίξει η γη από κάτω του. Να έχω κρεμασμένο στο στόμα ένα τσιγάρο που δεν θα του δώσω σημασία καν. Θα το αφήσω να σιγοκαίγεται μόνο του, ανάμεσα σε χείλη σφαλιστά. Σφαλιστά για να μην πουν αυτά που δεν θέλω να ακουστούν. Χείλη που θα ανοίξουν μόνο δυό φορές στα ρεφρέν, να βγάλουν ένα στεντόριο μακρόσυρτο “αααχ!”. Αυτό το δυνατό μπάσο “αααχ!” που οι άνδρες ξέρουν καλά τι κουβαλάει μέσα του… Να ρίξω και 2 στροφές αργές. Μόνο. Να δω τα γύρω μου, σε όλες τους, τις μοίρες. Να τα δω και να με δουν. Να με δουν, για να θυμούνται ότι εμένα πρέπει να με υπολογίζουν και μάλιστα πολύ. Να θυμούνται πως όταν εγώ θα στροφάρω, αυτά θα πρέπει να σταματούν. Ναι.
Δεν θα σιγοτραγουδώ. Είπαμε. Χείλη σφαλιστά. Θα σιγοτραγουδώ με τη σιωπή μου και θα κάνω σεκόντο με το βλέμμα μου. Θα γείρω βαθιά και 2 φορές στα ρεφρέν να χτυπήσω τη γη με την παλάμη. Δυνατά να κάνει κρότο. Να της δώσω χαστούκι και μήνυμα μαζί. Να καταλάβει ότι όπου πατώ και όπου περνώ, αυτή θα τρίζει στο διάβα μου, θα ανοίγει στα δυό και θα σιωπά.
Η γη πάντα παίζει με αυτούς που φιλοξενεί στους ώμους της. Τους δοκιμάζει όλους. Τρίζει θρασύδειλα κάτω από τα πόδια τους και τους σπέρνει φόβο. Αλίμονο σε αυτούς που ξεγελιώνται και νιώθουν μικροί μπροστά στα πλαστά και τα ασήμαντα. Της δίνουν χαρά και ικανοποίηση. Θράσος να συνεχίζει να τους ταλαιπωρεί.
Ποτέ όμως η γη δεν παίζει με αυτούς που χορεύουν βαρύ ζειμπέκικο. Εκείνο το βαρύ ζειμπέκικο, που δεν δίνει δικαίωμα και χώρο σε δεύτερο άτομο, να σηκωθεί στην πίστα. Μ’αυτούς η γη δεν παίζει και δεν ρισκάρει την ταπείνωση της. Τρίζει μόνο όταν τη χτυπούν εκείνοι, με το βήμα το βαρύ, το σίγουρο. Με την παλάμη πάνω στα ρεφρέν. Αυτοί την ορίζουν και αυτή με χαμηλωμένα μάτια, εκτελεί. Τότε και μόνο τότε, αυτή τρίζει από τα χτυπήματα τους, ως απόδειξη υποταγής. Ως αποδοχή ότι αυτοί είναι οι Πρωταγωνιστές και αυτή ο κομπάρσος.
Η γη και η ζωή είναι ξαδέρφες. Συνεννοούνται. Στήνουν πονηρά παιχνίδια και παίζουν χαιρέκακα με τους ανθρώπους. Αλίμονο σε αυτούς που θα τις φοβηθούν, αυτές τις δυό. Ψάχνουν για ανθρώπους-κομπάρσους που είναι γεννημένοι για μικρούς ρόλους. Να τρίξουν κάτω από τα πόδια τους, να τους πανικοβάλουν, να τους χτυπήσουν το ντέφι και να τους κάνουν να χορέψουν φοβισμένα. Ποτέ όμως δεν παίζουν με αυτούς που χορεύουν βαρύ ζειμπέκικο. Εκείνο το παλιό βαρύ ζειμπέκικο που σχεδόν έχει εκλείψει. Που βγαίνει μέσα από την Ψυχή και δεν αφήνει ποτέ, απορίες και περιθώρια…
Ποτέ δεν μου άρεσαν οι κομπάρσοι της ζωής. Αυτοί που είναι γεννημένοι για σύντομους ρόλους της μιάς ατάκας. Αυτοί που φοβούνται και υποτακτικά χορεύουν στο ντέφι της. Αυτοί που φοβήθηκαν να δώσουν έστω και μια μάχη, υπό το φόβο της ήττας. Αυτοί που την έδωσαν και με το που ηττήθηκαν μία και μοναδική φορά, σήκωσαν στη ζωή την “άσπρη σημαία” της παράδοσης. Πάντα μου άρεσαν οι Αγωνιστές. Οι Πρωταγωνιστές. Άνδρες Γίγαντες και Γυναίκες Αμαζόνες, που κάθε μέρα παλεύουν και το μάτι τους, “γυαλίζει”. Αυτοί που χορεύουν το βαρύ ζειμπέκικο της Ψυχής και τρίζουν τη γη με το πόδι και την παλάμη τους. Αυτοί που έχουν τη δύναμη να πουν κατάματα στη ζωή: “εγώ θα σέρνω το χορό και εσύ θα μου χτυπάς παλαμάκια”…
Μου αρέσει πολύ αυτό το ζειμπέκικο.
Το ζειμπέκικο της Ψυχής.
Γιώργος Τοψής