Τι να πούμε τώρα που δε σε δικαιούμαι;
Τα έχω σκεφτεί όλα. Έχω αμέτρητες φορές πλάσει τους τελευταίους μας διαλόγους. Αυτούς που τόσο θα ‘θελα να έχουν συνέχεια. Αυτούς που τόσο θα ‘θελα να μη βάλουν τέλος έτσι απλά σε όλα όσα ονειρευτήκαμε εμείς. Αλλά ξέρω. Το τέλος δε θα το βάλουν οι λέξεις. Το τέλος το έχουν από καιρό βάλει οι πράξεις. Οι δικές σου κι οι δικές μου. Οι εν γνώσει κι οι εν αγνοία. Τα σφάλματα κι οι αμαρτίες. Οι εγωισμοί κι οι ανασφάλειες.
Και πάνω απ’ όλα οι αδυναμίες μου. Όχι να σ’ αγαπήσω, να σε κρατήσω και να κρατηθώ. Να το αντέξω, να σε αντέξω και να με αντέξω στα δύσκολα. Να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις και να με συγχωρέσω κι εγώ. Να μπορέσω κάποτε αυτά που νομίζω πως θέλω. Για μία φορά να με αποδεχτώ γι’ αυτά που φοβάμαι κι όχι να με κατακρίνω και να με πιέζω. Για μία φορά να με αποδεχτείς κι εσύ, όχι γι’ αυτά που μπορώ να γίνω, αλλά γι’ αυτά που έχω σήμερα να σου δώσω.
Ξέρω. Τις τελευταίες μας κουβέντες δεν τις είπαμε ποτέ. Ίσως γιατί δε νιώσαμε ικανοί να κοιταχτούμε στα μάτια πριν πούμε αντίο. Γιατί βολευτήκαμε απλά στο να χαθούμε, σαν δυο περαστικοί σε ένα πλήθος που έχει χάσει τον προορισμό του κι απλά περιφέρεται στο χάος. Χάος κι εμένα η ζωή μου από τότε που έχασα εσένα, τον προορισμό μου.
Και πλέον είναι αργά. Κοίτα πώς πέρασε ο καιρός. Κοίτα πώς έχασα κάθε ευκαιρία να σου πω αυτά που ξέμειναν έρημα μέσα στο μυαλό μου, σε κάτι σκόρπιες χαρτοπετσέτες και χαρτάκια, σε κάτι μηνύματα που δε βρήκαν ποτέ τον αποστολέα τους. Κοίτα πώς τώρα εσύ ανήκεις αλλού. Κοίτα πώς η αγάπη που τρέφω για σένα δεν έχει πλέον καμία αξίωση. Δε δικαιούται τίποτα και πάνω απ’ όλα δε δικαιούται εσένα.
Γι’ αυτό και πάντα, μετά από κάθε πρόταση που πλέον φτιάχνω για σένα, ακολουθεί μια μόνιμη απάντηση που πλανιέται, λες και τάχα θα με σώσει απ’ τον παραλογισμό. «Και τι θα καταφέρω;» είναι η φράση που στέκεται εμπόδιο στην καταστροφή μου ή στην επιστροφή μου. Αυτή είναι η φράση που με γυρίζει πάντα στο σημείο εκείνο απ’ όπου μάλλον θα μου πάρει καιρό να καταφέρω να ξεφύγω. Ήδη, άλλωστε, μου έχει πάρει πολύ καιρό.
Με έψαξες μία φορά. Από λύπηση; Από θύμηση; Από ανάγκη; Δε σε βόλεψε το καινούργιο ή λαχτάρησες το παλιό; Απόρησα πολλές φορές, αλλά ποτέ δε με έπεισες και δεν πείστηκα πως θα ερχόσουν για να μείνεις, γι’ αυτό κι η πόρτα μου παρέμεινε κλειστή για μένα. Ήδη παλεύω να απαλλαχτώ από εκείνη τη μυρωδιά σου στα σεντόνια, από εκείνες τις εικόνες που σε θυμίζουν να κάθεσαι στον καναπέ και να χαζεύεις το κινητό σου, να περιφέρεσαι στην κουζίνα φτιάχνοντας καφέ.
Δεν έχουμε να πούμε κάτι. Όχι τώρα, όχι πια. Ανήκεις αλλού. Ανήκεις σε εκείνο το ζευγάρι μάτια που στα δικά σου προσμένει κάπως κάποτε την ευτυχία σας, όπως την είχα τότε βρει κι εγώ. Οι κουβέντες θα μας έφερναν πάλι μπροστά στο αδιέξοδο μιας ζωής που πέτυχε στο όνειρο, αλλά απέτυχε στην πραγματοποίησή του. Θα θυμίζαμε ο ένας στον άλλο πόσο ακατάλληλος ήταν γι’ αυτό που κλήθηκε να κάνει. Θα ξεθάβαμε όλα εκείνα που μας κόστισαν ακριβά.
Κι αυτό, απλά για να γυρίσεις εσύ ξανά το πρωί στο «αλλού» κι εγώ στο «μόνος»; Για να φορτώσουμε ο ένας στον άλλο τα απωθημένα που δεν αντέξαμε ποτέ να κουβαλήσαμε; Για να μου δείξεις ότι η νέα σου ζωή δε σε λύτρωσε ποτέ και για να σου δείξω πως η απουσία σου δε νίκησε ποτέ την αίσθηση της παρουσίας σου; Για να πάρουμε αξία από αυτά που τώρα μας κρατούν μαζί, ενώ αυτά κι άλλα πολλά μας χώρισαν;
Ορίστε. Σκόρπιες σκέψεις που και πάλι αποτύπωσα σε ένα ξεχασμένο χαρτί, όπως ξεχασμένες θα μείνουν κι αυτές. Στο καλάθι των αχρήστων οι σκέψεις, στο καλάθι των αχρήστων κι εμείς. Όχι στης ανακύκλωσης, αγάπη μου. Σε ευχαριστώ για όσα υπήρξες για μένα και συγγνώμη για όλα όσα δεν μπορώ να σου επιτρέψω να ξαναγίνεις.
Γιατί η απάντηση στο «Και τι θα καταφέρω;» ήταν με εμάς δυστυχώς ανέκαθεν «Τίποτα».
Pillowfights.gr
Pillowfights.gr