Τα κομμένα φτερά
Κάποτε πριν πολύ πολύ καιρό ήταν ένας φοβισμένος άνθρωπος και ζούσε με τη μητέρα του σε ένα μικρό σπίτι κάπου σε ένα εξοχικό μέρος. Είχε γεννηθεί με δύο ολόλευκα, μεγάλα φτερά στην πλάτη.
Την ώρα που γεννιόταν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο σε ένα ξέφωτο η μάνα του δεινοπαθούσε από τους πόνους. Όταν είδε το παιδί έβγαλε μια δυνατή στριγκλιά και άρχισε να κλαίει τρομοκρατημένη. Μαζί της στην γέννα είχε μια γριά γειτόνισσα που την βοηθούσε. «Είναι άγγελος!» είπε εκστασιασμένη η γριά. «Τέρας είναι!» είπε η η γυναίκα με αποτροπιασμό.
Κρύψανε το παιδί κάτω από κάτι παλιόπανα και το μετέφεραν σπίτι. Σε όλους είπαν ότι είναι άρρωστο και πέθανε. Μετά από λίγες μέρες αποφάσισαν να του κόψουν τα φτερά. Ήταν φρικιαστικό να μεγαλώνει με δύο φτερά στην πλάτη.
Πήρανε ένα κοφτερό ψαλίδι και άρχισαν να του κόβουν τα φτερά. Το μωρό έκλαιγε και οδυρόταν από τους πόνους. Περιποιήθηκαν τις πληγές στην πλάτη του και το έβαλαν για ύπνο.
Το παιδί μεγάλωνε κρυφά στο σπίτι δίχως να έχει βγει ποτέ έξω από αυτό. Η μάνα του έλεγε ότι είναι μια κινούμενη κατάρα και δεν έπρεπε να έρχεται σε επαφή με ανθρώπους. Έγινε άντρας πια και η μάνα του είχε γεράσει πολύ. Από μικρό που ήταν του χρέωνε ως κατάρα τα δύο φτερά του. Το φώναζε φρικιό, δεν το πόνεσε ποτέ για παιδί της και το έβριζε. Εκείνο προσπαθούσε να δει στον καθρέφτη τις δύο πληγές στην πλάτη του, να τις ψηλαφίσει, να νιώσει ό,τι είχε απομείνει από τα φτερά του μα μάταια. Έπεισε τον εαυτό του ότι όντως ήταν καταραμένο και ανίκανο για το οτιδήποτε. Έβλεπε τον ουρανό και τα λουλούδια του κήπου πίσω από τα κλειστά παράθυρα, άκουγε τα πουλιά να κελαηδούν και ήθελε να βγει έξω να πετάξει μα με τι φτερά; Χωρίς αυτά ήταν άχρηστος, έτσι πίστευε.
Μια μέρα του Μαΐου που η φύση οργίαζε και ήταν στο απόγειό της η μητέρα του είχε βγει στην αυλή να ποτίσει και είχε ξεχάσει να κλειδώσει όπως, ανελλιπώς, έκανε τόσα χρόνια. Εκείνος διστακτικά πλησίασε την πόρτα. Όταν είδε ότι ήταν ανοιχτή, έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του και άρχισε να τρέχει. Έτρεχε τόσο γρήγορα που έμοιαζε να πετάει! Ο αέρας του φυσούσε το πρόσωπο, μπορούσε να μυρίζει τα λουλούδια, έτρεχε πιο γρήγορα και από τον άνεμο. Η μάνα του ούρλιαζε σαν μάγισσα πίσω του μα δεν την άκουγε πια. Η φωνή της έμοιαζε σαν βούισμα κουνουπιού. Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν τέρας αλλά άγγελος όπως είχε πει στη γέννησή του η γριά. Και δεν ήταν καταραμένος αλλά ευλογημένος. Και ότι δεν χρειαζόταν φτερά για να πετάει αφού μπορούσε να τρέχει τόσο γρήγορα!
Μετά από ώρα σταμάτησε κάπου να ξαποστάσει. Εκεί κοντά ήταν μια λιμνούλα και πήγε να πιει νερό. Όπως έσκυψε είδε να εξέχουν από την πλάτη του δύο καινούργια, ολόλευκα, μεγάλα φτερά.
*Αυτό μου το κείμενο το αφιερώνω σε κάθε ζευγάρι φτερά που, βιαίως, κόπηκαν από ένα ζευγάρι χέρια. Οι χειριστικοί άνθρωποι είναι μια πραγματικότητα. Ας μην τους αφήνουμε, όμως, να μας καθορίζουν τη ζωή.
Γράφει η Εύα Κοτσίκου