
ΤΑ ΑΣΒΕΣΤΩΜΑΤΑ

Τέτοιες μέρες, λίγες μέρες πριν σημάνουν οι καμπάνες της ανάστασης, μοσχοβολούσε η γειτονιά απ’ τους ανθούς της πασχαλιάς. Οι γυναίκες συναγωνίζονταν η μια την άλλη, για την πιο λαμπερή, την πιο κάτασπρη μάντρα.
Και τι δεν πρόσθεταν μέσα ! Άλλη μια πρέζα λουλάκι, άλλη λίγο λάδι η αλάτι για να δέσει το χρώμα. Η θεία Μαριγώ όμως, καρτέραγε να δει τα μερομήνια πρώτα. Μελετούσε τα πετάγματα των πουλιών, τα βελάσματα των κατσικιών, τα σύννεφα καταπώς τρέχαν στα ουράνια. Όλα αυτά τα αράδιαζε σε ένα χαρτί, και με τα λίγα γράμματα που ήξερε, τα πρόσθετε, τα αφαιρούσε, να βγάλει έξω τα τερτίπια του καιρού. Με τις λασποβροχές βουρλιζόταν. Με αυτές τις άτιμες που λες και το έκαναν επίτηδες, έπεφταν μετά το άσπρισμα συνήθως.
Μ. Δευτέρα, κι αφού το επέτρεπαν τα κιτάπια της, ανασκουμπωνόταν να βάψει. Έβαζε το τσεμπέρι της το άσπρο, τυλιγόταν με μια ρόμπα κλαρωτή και αχάραγα ακόμη, ανακάτευε τον πηχτό ασβέστη με τα χέρια. Πηχτό ναι, με μια στάλα νερό μέσα, ίσα να γλιστράει η παλάμη της. Αυτό ήταν το μυστικό. «Να τον αγκαλιάζει η χούφτα γυμνή, να τον χαϊδεύει απαλά, κι αυτός θα σε ανταμείψει με το άσπρο του το γέλιο», έλεγε. Με το πρώτο φως της μέρας ο μαντρότοιχος της έλαμπε σαν καλογυαλισμένος καθρέφτης, ξεχώριζε το άσπρο του σ’ όλη τη γειτονιά, σε τύφλωνε άμα στεκόσουν να τον θαυμάσεις. Κι αυτή εκεί, άγρυπνος φρουρός να φυλάει το πολύτιμο της από τις επίβουλες ματιές.
Εμάς δε μας μάλωνε ποτέ, μας χαμογελούσε γλυκά και μας καλόπιανε με τα χέρια γεμάτα λουκούμια με άρωμα τριαντάφυλλο. «Να παίζετε πουλάκια μου με τη μπάλα, μα πιο πέρα από τη μάντρα, εε ψυχούλες μου ;» Την αγαπούσαμε, γιατί πάντα μας φίλευε με λογιώ λογιώ καλούδια, σύκα ξερά, σταφίδες, μύγδαλα και κάθε που άσπριζε, μας τράταρε τα λουκουμάκια. Αυτά τα φύλαγε πάντα για το ασβέστωμα.
Αυτή που φοβόταν, αυτή που πρόσεχε πάντα μην της μαγαρίσει τα κάτασπρα κεντίδια της αυλής της, ήταν η Πελαγία. Μια φαρμακομύτα ξενομερίτισσα που έμενε δίπλα και μηχανευόταν κάθε λογής άτιμα πράματα για να την συγχίζει χρονιάρες μέρες. Πότε έχυνε όλως τυχαίως άτσαλα τα ζουμιά απ’ τα πικρά χορταρικά που έβραζε προς την μεριά του σπιτιού της Μαριγώς, πότε κατάβρεχε με κουβάδες νερό το χώμα του δρόμου να κατακιάσει.. «Μας έφαγε η σκόνη», μουρμούραγε και χαμογελούσε κάτω απ’ το λεπτό μουστακάκι της σαρδόνια, κάθε που πηδούσαν οι λασπουριές και καρφώνονταν στον ασβεστωμένο ξένο τοίχο.
Καλύτερα να την έκοβες με μαχαίρι τότε την θεία Μαριγώ. Έτρεμε σύγκορμη απ’ την ταραχή της, μα δεν μιλούσε. Έπαιρνε ένα κουβαδάκι με ασβέστη και ξανά μανά έβγαινε να γιατροπορέψει τα σημάδια του φθόνου από τη μάντρα της.
Μια φορά όμως, η Πελαγία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Ήταν τότες που ο προκομμένος της ξεμυαλίστηκε με μια χήρα απ’ το Κεφαλοχώρι κι έφυγε απ’ το σπίτι, παραμονές Πάσχα. Δεν είχε μαθευτεί ακόμη στη γειτονιά.
«Είναι για μια δουλειά στην πόλη», έλεγε όταν την ρωτούσαν για τον Θανάση, «Θα γυρίσει ξέπασχα».
Τα μπογιατίσματα έδιναν και έπαιρναν, με κείνο της Μαριγώς να ξεχωρίζει πάντα.
Ξημερώματα Μ. Τρίτη, κι ενώ όλοι κοιμούνταν, πήρε η αχαΐρευτη η Πελαγία πολτό από λιαστές ντομάτες που είχε φτιάξει το καλοκαίρι και τον πασπάλισε στην ολόλευκη μάντρα της γειτόνισσας.
Το πρωί είχαμε πόλεμο. Πρώτη φορά που η Μαριγώ έβγαλε φωνή πληγωμένου ζώου. Έλυσε την κοτσίδα της, σήκωσε τα μανίκια και χίμηξε σαν λαβωμένο λιοντάρι στον μεσότοιχο. «Τι σου έφταιξε μαρή ο τοίχος μου; » , «Εεε, τι σου έκανε; »
Καταπέλτης η φωνή της άλλης, πίσω απ’ το ανακουφωτό παντζούρι.
«Τι τον ήθελες εσύ τον ασβέστη; » , «Έτσι κι αλλιώς τρία παιδιά έχεις χαμένα στα ξένα». «Πότε σου πάτησαν εδώ;», «Μαγκούφας μάντρα είναι όσο και να την ασπρίζεις».
Ήταν η τελευταία φορά που άσπρισε η κυρά Μαριγώ.
Ούτε καθάρισε τις βρωμιές ποτέ.
Έτσι έμειναν να χάσκουν οι στάμπες απ’ τη ντομάτα, μέχρι που ξέφτισε ο ασβέστης, μέχρι που την βρήκαν ένα πρωί λίγες βδομάδες μετά να χαμογελάει με τις φωτογραφίες των παιδιών της αγκαλιά.
Ντυμένη με τα καλά της ήταν.
Το ήξερε…
Το ήθελε…
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου