Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών
Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών
Ένας μεγάλος αριθμός γυναικών εμφανίζει ανωμαλίες στον κύκλο, προβλήματα γονιμότητας, αυξημένη τριχοφυΐα, ακμή ή ανεξήγητη αύξηση βάρους. Αν και με την πρώτη ματιά όλα αυτά τα συμπτώματα μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους, ένα στοιχείο που τα συνδέει είναι η πιθανότητα να σχετίζονται με μια δυσλειτουργία των ωοθηκών, που ονομάζεται Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών.
Ποια είναι η λειτουργία των ωοθηκών υπό φυσιολογικές συνθήκες;
Η φυσιολογική λειτουργία των ωοθηκών είναι να παράγουν ωάρια, που είναι κύτταρα που στοχεύουν στην αναπαραγωγή. Προτού τα ωάρια γίνουν ώριμα, ώστε να μπορούν να γονιμοποιηθούν, και να δώσουν απογόνους, χρειάζεται να υποστούν ένα σύνολο αλλαγών, που οδηγεί στην ωρίμανσή τους. Αυτή η διαδικασία είναι πολύ λεπτή και απαιτεί ακριβή ορμονικά ερεθίσματα μέσα στο χρόνο, ώστε τα ωάρια να μεγαλώσουν σωστά και να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το σώμα μας για την αναπαραγωγή. Οι ορμόνες που αλληλεπιδρούν και καθορίζουν αυτή την πολύ λεπτή ισορροπία συμπεριλαμβάνουν (μεταξύ πολλών άλλων) τις ορμόνες του θυρεοειδούς, των ωοθηκών (οιστρογόνα και ανδρογόνα), των επινεφριδίων (κορτιζόλη, ανδρογόνα) και της υπόφυσης (αυξητική ορμόνη/IGF-1 κλπ.). Σκοπός όλης αυτής της διαδικασίας είναι η απελευθέρωση ενός και μόνον ωαρίου, κατά τη 14η ημέρα του κύκλου (εφόσον ο κύκλος παρουσιάζει την ιδανική διάρκεια των 28 ημερών). Το φαινόμενο της απελευθέρωσης του κυρίαρχου ωαρίου σε μηνιαία βάση, ονομάζεται ωορρηξία.
Πώς διαταράσσεται η αναπαραγωγική λειτουργία στο Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών;
Όταν η ισορροπία ενός ή περισσοτέρων ορμονών διαταραχθεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, η διαδικασία ωρίμανσης των ωαρίων ανεπαρκεί, με συνέπεια να μην υπάρχει καθόλου ωορρηξία, ή το ωάριο να υστερεί ποιοτικά και να μη μπορεί να επιτελέσει το σκοπό του, που είναι η γονιμοποίηση και η τεκνοποίηση.
Δύο από τα συχνότερα προβλήματα που εμποδίζουν την εκδήλωση φυσιολογικής ωορρηξίας, είναι η παρουσία αυξημένων ανδρικών ορμονών (ανδρογόνων) στις ωοθήκες, καθώς και η αντίσταση στην ινσουλίνη. Αυτό που δυσχεραίνει τα πράγματα είναι ότι οι αυξημένες συγκεντρώσεις των ανδρικών ορμονών στις ωοθήκες προάγουν την αντίσταση στην ινσουλίνη• η αντίσταση στην ινσουλίνη με τη σειρά της ενισχύει την παραγωγή ανδρικών ορμονών, αυξάνοντας τα επίπεδά τους. Αυτός είναι ένας φαύλος ανατροφοδοτούμενος κύκλος, που παρουσιάζεται σε ένα ποσοστό 7-10% των γυναικών. Οι ασθενείς κληρονομούν την ασθένεια από τους γονείς τους. Η πάθηση αυτή μεταβιβάζεται με συγκεκριμένα γονίδια, που πρόσφατα άρχισαν να αναγνωρίζονται με ειδικές επιστημονικές μελέτες, σε μέρος των οποίων συμμετείχε και ο γράφων.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι στις ωοθήκες των ασθενών εμφανίζονται προβλήματα στη λειτουργία των ωοθηκών, από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας, με συνέπεια να περιορίζεται η ικανότητά των ωαρίων τους να ωριμάσουν. Αυτό καταλήγει στο να μην υπάρχει τακτική ωορρηξία, με συνέπεια να διαταράσσεται σημαντικά ο κύκλος τους, πολλές φορές καταλήγοντας και στην πλήρη εξάλειψή του. Όταν ο κύκλος δεν έρχεται για τουλάχιστον 12 μήνες, το φαινόμενο ονομάζεται αμηνόρροια, ενώ όταν έχουμε άτακτούς κύκλους με συχνότητα μικρότερη των 8 κύκλων κατ’ έτος ονομάζεται ολιγομηνόρροια. Όταν η ανωμαλία αυτή του κύκλου σχετίζεται με αυξημένες ανδρικές ορμόνες, αυξημένη τριχοφυΐα ή ακμή, και δεν οφείλεται σε άλλες ορμονικές παθήσεις, ονομάζεται Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών.
Υπάρχουν κύστεις στις ωοθήκες των ασθενών με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών;
Δυστυχώς το όνομα της ασθένειας, καθ’ αυτό, δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική σημασία του προβλήματος, γιατί εστιάζει στην πιθανή ανεύρεση πολλαπλών μικρών κύστεων στις ωοθήκες κατά τον υπερηχογραφικό έλεγχο. Η πλειοψηφία των γυναικών με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών, όμως, ΔΕΝ έχει κύστεις στις ωοθήκες. Αντίστοιχα, ένα 30% των γυναικών που ΔΕΝ πάσχει από το σύνδρομο αυτό, έχει κύστεις στις ωοθήκες! Γι’ αυτό, μια μεγάλη μερίδα ενδοκρινολόγων προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να ευαισθητοποιήσει την επιστημονική κοινότητα και την κοινή γνώμη, ώστε να αλλάξει αυτό το παραπλανητικό όνομα της ασθένειας, προκειμένου να ελαττώσουμε τη σύγχυση σε ιατρούς και ασθενείς.
Πώς θέτουμε τη διάγνωση του Συνδρόμου Πολυκυστικών Ωοθηκών;
Η διάγνωση της νόσου στηρίζεται στο ιστορικό, τη φυσική εξέταση και τις ορμονικές μετρήσεις. Τυπικά, οι γυναίκες που πάσχουν από το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών εμφανίζουν λιγότερους από 8 κύκλους σε ένα ημερολογιακό έτος, αντί για 13 κύκλους που είναι το φυσιολογικό. Συχνά εμφανίζουν αυξημένη τριχοφυΐα, με τραχείς τρίχες, εντοπιζόμενες σε περιοχές που τυπικά εμφανίζουν οι άνδρες. Παράλληλα, σε αρκετές περιπτώσεις συνυπάρχει ακμή, τόσο στο πρόσωπο, όσο και στο στήθος ή την πλάτη. Τέλος, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει αραίωση των τριχών στην κεφαλή. Οι περισσότερες γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών δεν αισθάνονται τακτικά τα τυπικά συμπτώματα της ωορρηξίας – δηλαδή δεν έχουν ενοχλήσεις στην πύελο, αυξημένα κολπικά υγρά, πρήξιμο στο στήθος ή αυξημένη διάθεση για επαφή κατά τις ημέρες που θα έπρεπε φυσιολογικά να συμβαίνει η ωορρηξία.
Η διάγνωση της νόσου επιβεβαιώνεται όταν μία ή περισσότερες ανδρικές ορμόνες βρεθούν αυξημένες, έστω και μία φορά. Απαράβατος όρος για να μπορεί να αποδοθεί σε Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών η ασθένεια αυτή, είναι η απουσία άλλων παθήσεων που προκαλούν ακριβώς τα ίδια συμπτώματα. Γι’ αυτό σε κάθε περίπτωση, ο ενδοκρινολογικός έλεγχος περιλαμβάνει πολλαπλές ορμονικές μετρήσεις, ώστε να βεβαιωθούμε ότι οι υπόλοιποι ρυθμιστικοί παράγοντες του κύκλου λειτουργούν τέλεια. Στις εξετάσεις αυτές τυπικά περιλαμβάνεται έλεγχος της λειτουργίας των επινεφριδίων, του θυρεοειδούς και της υπόφυσης. Αν κάποια από τις ειδικές αυτές εξετάσεις βρεθεί παθολογική, χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος, και η διάγνωση τίθεται εν αμφιβόλω.
Ποιες είναι οι επιπλοκές του Συνδρόμου Πολυκυστικών Ωοθηκών;
Η σημασία της σωστής και έγκαιρης διάγνωσης γίνεται εύκολα αντιληπτή, αν σκεπτούμε τις μακροχρόνιες επιπλοκές της νόσου αυτής αν μείνει αθεράπευτη, οι οποίες περιλαμβάνουν τα εξής: υπογονιμότητα, πολύ υψηλό κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 σε μικρή ηλικία, δυσλιπιδαιμία με υψηλή LDL, υψηλά τριγλυκερίδια και χαμηλή HDL χοληστερίνη, αυξημένο κίνδυνο πρώιμων καρδιαγγειακών επεισοδίων (εμφράγματα και εγκεφαλικά), αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του ενδομητρίου. Συνεπώς κάθε γυναίκα που παρουσιάζει κάποια, ή και όλα αυτά τα συμπτώματα, χρήζει εντατικού ορμονικού ελέγχου από τον ενδοκρινολόγο της, προκειμένου να τεθεί η σωστή διάγνωση και στη συνέχεια, με βάση τις προτιμήσεις της, αλλά και τις ιδιαίτερες ανάγκες της, να λάβει εξατομικευμένη φροντίδα.
Πηγή: paparodis.gr