Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη : «Η αγάπη δεν ξεδιψά με μισογεμισμένα ποτήρια»
Μπορεί η αγάπη να χωρέσει σε λίγες λέξεις; Μπορεί να περιγραφεί ο έρωτας, η απώλεια, η μητρότητα, η συγχώρεση;
Η Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη δεν γράφει απλώς ιστορίες. Ζωγραφίζει με τις λέξεις της τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ψυχής, εκεί που συναντιούνται ο πόνος με την ελπίδα και το παρελθόν με ό,τι δεν τολμήσαμε.
Με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα, «Βουτιά στην αγάπη», η συγγραφέας που έχει αγαπηθεί όσο λίγες, μας μιλά για τους ήρωές της —και μέσα απ’ αυτούς, για όλους εμάς. Για τα συναισθήματα που δεν λέγονται, για τις ενοχές που βαραίνουν τις γυναίκες, για την πατρική τρυφερότητα, για τα πρόσωπα που γεμίζουν τα βιβλία της με αλήθεια.
Μια συνέντευξη-κατάδυση, σε μια εποχή που διψάει για συναίσθημα.
Επιμέλεια συνέντευξης: Βασιλική Ευαγγέλου-Παπαθανασίου
Τι σας ενέπνευσε να δώσετε τον ρόλο του στοργικού μονογονέα σε έναν άντρα;
O Oρέστης, ο βασικός μου ήρωας γεννήθηκε από μια γυναίκα που δε λαχτάρισε ποτέ να γίνει μάνα, μίσησε το μωρό που μεγάλωνε στα σπλάχνα της, κι όταν το έφερε στον κόσμο, αδιαφόρησε για εκείνο.
Και το εγκατέλειψε.
Ως παιδαγωγός, αλλά κι ως παιδί που με «εγκατέλειψε» κι εμένα η μητέρα μου, άθελά της (πέθανε όταν ήμουν δύο χρονών) γνωρίζω καλά πως όταν μεγαλώσεις χωρίς τη μητρική στοργή και πονέσεις, βιώνεις στο πετσί σου τι σημαίνει εγκατάλειψη. Κι έτσι δεν αντέχεις να εγκαταλείψεις με τη σειρά σου κάποιο άλλο ανθρώπινο πλάσμα.
Το μωράκι γεννήθηκε σχεδόν στα χέρια του Ορέστη. Κι ήταν ο ιδανικός χαρακτήρας για να του χαρίσω τον ρόλο του στοργικού πατέρα…
Πώς αντιλαμβάνεστε τη σύγχρονη πατρότητα μέσα από αυτόν τον ήρωα;
Το βιβλίο υμνεί τον θεμελιώδη, τον μοναδικό δεσμό πατέρα – κόρης. Η σύγχρονη πατρότητα είναι ταυτισμένη με τη συναισθηματική σύνδεση. Είναι πλημμυρισμένη ενσυναίσθηση, τρυφερότητα, κατανόηση. Ο πατέρας δεν αναθέτει την αποκλειστική ανατροφή του παιδιού του στα χέρια της γυναίκας του, όπως παλιά. Αναλαμβάνει κι εκείνος καθήκοντα που στο παρελθόν θεωρούνταν «γυναικεία», δημιουργώντας ένα παράδειγμα ισότητας για το παιδί του. Η ενεργή συμμετοχή του οδηγεί και τον ίδιο στην αυτογνωσία, καθώς βουτάει στην ίδια τη χαρά της ζωής…
Η ηρωίδα που επιλέγει τον πλούτο αντί του έρωτα, είναι καταδικασμένη ή απλώς θύμα των επιλογών της;
Στον έρωτα, στην αγάπη δεν υπάρχει συμφέρον. Η αγάπη δεν περιλαμβάνει προϋποθέσεις, όρους, κανόνες. Δεν κρύβει το βόλεμα, τα πλούτη… Δεν μπορεί να αγαπάς με τρόπο εγωιστικό. Κι αν επιλέξεις να το κάνεις, τότε είσαι θύμα των επιλογών σου. Ο γάμος που βασίζεται στο συμφέρον και στη λογική, οδηγεί στη δυστυχία.
Είναι, κατά τη γνώμη σας, η αγάπη πάντα πιο ισχυρή από την ανάγκη για ασφάλεια;
Ταυτίζω την αγάπη με το συναίσθημα της ασφάλειας. Αμοιβαίος σεβασμός, εμπιστοσύνη, φροντίδα, άνευ όρων αποδοχή, όλα τα δυνατά και τόσο πολύτιμα συναισθήματα της ασφάλειας σημάδια της αγάπης είναι.
Η κοινωνία συγχωρεί μια γυναίκα που διαλέγει «βολή» αντί έρωτα, ή τη στιγματίζει;
Αν επιθυμεί κάποιος να διαλέξει τη «βολή» του, αν αποφασίσει να ζήσει χωρίς έρωτα ή αγάπη, είναι δική του αποκλειστική επιλογή. Η γνώμη των άλλων δεν πρέπει να τον απασχολεί γιατί δεν καθορίζει, ούτε θα καθορίσει ποτέ τη ζωή του και το ποιος είναι πραγματικά.
Είναι τόσο άσχημο να επικρίνουμε τους άλλους ως κοινωνία, να μιλάμε αρνητικά γι’ αυτούς. Γιατί το κάνουμε; Μήπως γιατί νιώθουμε καλά για τον εαυτό μας, συγκρίνοντάς τον με τους άλλους;
Υπάρχει λύτρωση για μια γυναίκα που πουλάει την καρδιά της, όταν κάποτε θελήσει να την ξαναδιεκδικήσει;
Κάποια στιγμή η Αμαλία, η ηρωίδα μου, στο μυθιστόρημα «Βουτιά στην αγάπη», αποφασίζει να διεκδικήσει ξανά τον χαμένο της έρωτα. Αναλογίζεται τα λάθη της, νιώθει συμπόνια για τον εαυτό της, αρχίζει σιγά σιγά να τον σέβεται, να τον εκτιμάει.
Στο παρελθόν ήταν μπερδεμένη συναισθηματικά, αντίκριζε μονάχα τη δική της πλευρά, το δικό της συμφέρον. Ήξερε καλά να χειρίζεται τους άλλους, να κρύβει το αληθινό της πρόσωπο και να χρησιμοποιεί τη φαινομενική αθωότητά της για να τους κρατήσει κοντά της.
Είναι όμως εφικτό ή όχι να τη συγχωρήσει ο άντρας που «πούλησε», ο άντρας που τελικά συνειδητοποιεί πως λατρεύει;
Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, θα την ανακαλύψετε στις σελίδες του μυθιστορήματος…
Ποια είναι τα βαθύτερα ψυχικά κίνητρα μιας γυναίκας που δέχεται να είναι το «τρίτο πρόσωπο» από έρωτα;
Είναι θύμα ή μήπως θύτης, το τρίτο πρόσωπο, άντρας ή γυναίκα, που ξέρει και παραμένει σε μια σχέση; Μερικοί άνθρωποι το αποφασίζουν συνειδητά, βιώνοντας την πιο ψυχοφθόρα διαδικασία.
Το επιλέγεις άραγε γιατί δεν επιθυμείς σοβαρή σχέση, δεσμεύσεις, υποχρεώσεις; Έχεις συνηθίσει να δέχεσαι την ευτυχία με το σταγονόμετρο; Δε σε νοιάζει να αποτελείς το δεκανίκι στη ζωή κάποιου άλλου;
Ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός. Όλα όσα βίωσε στην παιδική του ηλικία, η αγάπη και η ασφάλεια που δέχτηκε παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα συναισθηματική του ωρίμανση. Άρα τα βαθύτερα ψυχικά κίνητρα διαφέρουν από χαρακτήρα σε χαρακτήρα.
Τι λέει αυτό για την ανάγκη της να ανήκει, ακόμη και χωρίς ανταπόδοση;
Θεωρεί πως καλύπτει τις συναισθηματικές της ανάγκες, τρέμει στην ιδέα να ξεκινήσει μια άλλη σχέση, έχει την τάση να εξιδανικεύει την πραγματικότητα Κι ελπίζει πως γρήγορα θα αλλάξουν όλα, παρόλο που βαθιά μέσα της είναι σίγουρη για το αντίθετο.
Είναι πιο σκληρό να ζεις χωρίς τον άνθρωπο που αγαπάς ή να τον μοιράζεσαι;
Είναι απίστευτα σκληρό να συμβιβάζεσαι με κλεμμένες στιγμές, να εγκλωβίζεσαι στο πρόγραμμα της ζωής κάποιου άλλου, να βιώνεις μια καθημερινή συναισθηματική κόλαση, χωρίς να συνειδητοποιείς πως τελικά δεν αγάπησες ποτέ τον εαυτό σου.
Αν το αποδεχτείς αυτό, τότε και μόνο τότε θα μπορέσεις να λυτρωθείς.
Κι όπως είπε και ο Μενέλαος Λουντέμης: «Η αγάπη δεν χορταίνει με ψίχουλα, ούτε ξεδιψά με μισογεμισμένα ποτήρια ευτυχίας. Ή μεθάς και γίνεσαι τύφλα, ή απλά δεν πίνεις».
Ποια μορφή αγάπης πιστεύετε πως κυριαρχεί στο «Βουτιά στην αγάπη»; Η ρομαντική, η γονεϊκή ή η άνευ όρων;
Νιώθω πως ήρθαμε σε αυτό τον κόσμο για ένα και μοναδικό λόγο: να πάρουμε και να δώσουμε αγάπη. Η αγάπη φανερώνεται μέσα από τις πράξεις, απαιτεί θυσίες. Δεν την ακούς, την αντικρίζεις. Και δε χρειάζεται καμία απόδειξη. Μονάχα στοργή κι αφοσίωση.
Σε αυτό το βιβλίο έκανα μια «Βουτιά στην αγάπη», σε μια προσπάθεια να πλησιάσω αυτό το βαθύ, το απόλυτο συναίσθημα, να το βιώσω παρέα με τους ήρωες. Κι όταν βουτάς στην αγάπη δεν ξεχωρίζεις τις μορφές της. Γι’ αυτό και στο μυθιστόρημά μου κυριαρχεί κάθε της μορφή. Δε διαχωρίζεται η αγάπη. Είναι μία και μοναδική. Δεν έχει ηλικία, δεν έχει χρώμα, ούτε θρησκεία. Ξεπερνάει προκαταλήψεις, γεννάει συναισθήματα πρωτόγνωρα, δημιουργεί πάθη.
Ο Λουκάς είναι ένας ήρωας που αγαπήθηκε από τους αναγνώστες ήδη από το προηγούμενο βιβλίο. Τι σας έκανε να τον επαναφέρετε στο «Βουτιά στην αγάπη»;
Ο Λουκάς, ένας αγαπημένος ήρωάς μου από το «Δυο νύχτες έρωτα», εκδόσεις Ψυχογιός, 2024, με ακολούθησε σε αυτό το βιβλίο, για χάρη του με καλοδέχτηκε και πάλι η αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη.
Παρέα με τον Λουκά βούτηξα σε αμέτρητα συναισθήματα, έστησα μαζί του τον χορό των αισθήσεων, αναρωτήθηκα τόσα πολλά.
Τον έπιασα σφιχτά από το χέρι και προχωρήσαμε ξανά παρέα, γιατί ένιωσα πως στο προηγούμενο μυθιστόρημα η ζωή δεν τον αντάμειψε όπως έπρεπε.
Γιατί καθυστέρησε τόσο πολύ ο Λουκάς να βρει την αληθινή αγάπη; Έπρεπε πρώτα να πονέσει για να την εκτιμήσει;
Όχι, όχι! Ο Λουκάς δε χρειάστηκε ποτέ να εκτιμήσει την αγάπη, ήταν η προσωποποίησή της. Ένας πραγματικά φωτεινός άντρας, γοητευτικός με όλη τη σημασία της λέξης. Τη γοητεία του την συνέθεταν πολλά πράγματα μαζί. Δεν ήταν αντικειμενικά όμορφος, όλα τα βλέμματα όμως έπεφταν πάνω του. Ακτινοβολούσε.
Και σε αυτό δεν έπαιζαν κανέναν ρόλο τα χρήματα που όλοι γνώριζαν πως διέθετε, ούτε τα ακριβά του ρούχα, αλλά η ειλικρίνεια κι η γαλήνη που ανέδυε, η γενναιοδωρία του σε όλους όσοι είχαν ανάγκη κι ιδιαίτερα τα ορφανά παιδιά. Γινόταν μεμιάς αγαπητός με εκείνο το μοναδικό μπλε χρώμα των ματιών του, τη χροιά της φωνής του, τις κινήσεις, το στιβαρό του περπάτημα. Είχε επιλέξει να συμπεριφέρεται με καλοσύνη, να υπομένει με ένα καθάριο βλέμμα όσα βάσανα κι αν συναντούσε στο διάβα της ζωής του. Κι είχε αντιμετωπίσει πολλά. Άπειρα.
Με τον Λουκά συνειδητοποίησα κι εγώ και οι αναγνώστες μου, πως καμιά φορά η αληθινή αγάπη αργεί να μας ανοίξει την αγκαλιά της…
Πώς αντέδρασαν οι αναγνώστες όταν κατάλαβαν πως «ξανασυναντούν» τον Λουκά; Υπήρξε συγκίνηση ή έκπληξη;
Έκπληξη, συγκίνηση, χαρά, όλα μαζί… Πραγματικά τα έχασα κι εγώ με τις αντιδράσεις τους. Τον αγαπούσαν τόσο πολύ τον Λουκά, ενθουσιάστηκαν με την επανεμφάνισή του, ένιωσαν πως δικαιώθηκε, μαζί του λυτρωθήκαμε όλοι.
Ο Λουκάς επιβεβαίωσε αυτό που πιστεύω: Πως ότι προσφέρεις στη ζωή, αυτό ακριβώς θα συναντήσεις μπροστά σου…
Αν μπορούσατε να του μιλήσετε ως συγγραφέας, τι θα του λέγατε τώρα που «βούτηξε» κι εκείνος στην αγάπη;
Χαίρομαι, Λουκά μου, χαίρομαι αφάνταστα που κόπασε επιτέλους εκείνος ο λυγμός που έπνιγε τον λαιμό σου, εκείνο το πλάκωμα στο στήθος σου που σε βασάνιζε.
«Να αγαπάς και να αγαπιέσαι», έλεγες πάντοτε. «Αυτή είναι η μοναδική χαρά της ζωής».
Και να που τώρα βίωσες κι εσύ την αληθινή αγάπη, χάθηκες μέσα της, έγινες ένα με τον ήλιο της.
Σε ευχαριστώ που στάθηκες ήρωάς μου σε δύο μυθιστορήματα, σε ευχαριστώ που χάρισες νόημα σε πολλές από τις σελίδες μου κι επιτέλους επένδυσες στο πολυτιμότερο συναίσθημα του κόσμου. Δεν κυνήγησες την ευτυχία, αλλά την άφησες σαν την πεταλούδα να πετάξει κοντά σου.
Είμαι έτοιμη τώρα Λουκά μου, να σε αποχωριστώ.
Γιατί γνωρίζω καλά πως σε άγγιξε η αγάπη, πως πετάς πια στα ουράνια…

