“Ο τίτλος λειτουργεί σα “στέμμα” ενός εξίσου σημαντικού έργου”Σήφης Ζερβουδάκης
Τον χαρακτηρίζει η πίστη σ’ ότι κάνει.
Σπούδασε νομική, λάτρεψε τη μουσική
και έχει θέληση για τη ζωή.
Ο Σήφης Ζερβουδάκης είναι
ένας συγγραφέας της γενιάς του,
ένας άνθρωπος με ποιότητα και
ισχυρή θέληση. Ξυπνάει μια αύρα αισιοδοξίας
και ενσωματώνει στοιχεία
από πολλά λογοτεχνικά είδη
στη συγγραφή του.
Βλέποντας το βιογραφικό σας διαπιστώνει κανείς ότι σπουδάσατε νομικά και μουσική. Η συγγραφή σας κέρδισε. Τί ήταν αυτό που σας έκανε να πάρετε χαρτί και να ξεκινήσετε το ταξίδι της συγγραφής;
Πράγματι, περιπλανήθηκα αρκετά, όμως σαν επαγγελματίας μουσικός που είμαι θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι το γράψιμο με κέρδισε κατά το ήμισυ. Προτιμώ να θεωρώ τον εαυτό μου “καλλιτέχνη”, με την ευρεία έννοια. Όσον αφορά το κίνητρο για να γράψει κανείς, θα γίνω ίσως κοινότοπος και θα πω πως ξεκίνησα να γράφω γιατί δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Πράγματι, είναι αυτή η, εξαιρετικά πιεστική καμιά φορά, ανάγκη για δημιουργία που ωθεί τους καλλιτέχνες όλων των ειδών. Γιατί το γράψιμο; Γιατί μου ταίριαζε, ίσως, από άποψη ιδιοσυγκρασίας, γιατί ποτέ δεν ήμουν απόλυτα ικανοποιημένος με όσα διάβαζα, γιατί ίσως ήταν, τελικά, η μοίρα μου.
“Θλιμμένα Απομεσήμερα στην Αμαζονία”. Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο.
Με τα “Θλιμμένα Απομεσήμερα στην Αμαζονία”, θέλησα να γράψω ένα μυθιστόρημα πλούσιο, “καλειδοσκοπικό”, ας το πούμε έτσι, ένα βιβλίο που να περιέχει άλλα βιβλία, σαν αίθουσα με καθρέφτες κάποιου μπαρόκ μεγάρου, χωρίς όμως να ξεστρατίζουμε απ’ την πλοκή. Πρόκειται για μια σάτιρα των θεωριών συνομωσίας αλλά και μια σάτιρα της λογοτεχνίας, των λογοτεχνικών στυλ γενικά. Ξέρετε ποιό είναι το πιο ωραίο σχόλιο που άκουσα για τα “Θλιμμένα Απομεσήμερα”; Κάποιοι μου είπαν πως, όταν το διάβασαν, ένοιωσαν “γεμάτοι”, σαν να είχαν διαβάσει πολλά βιβλία μαζί. Είμαι εξαιρετικά ικανοποιημένος με αυτή την άποψη.
Τρία μυθιστορήματα… όλα διαφορετικά. Ποιό είδος είναι πιο κοντά σε εσάς;
Τα μυθιστορήματά μου είναι όντως διαφορετικά μεταξύ τους, έχουν όμως όλα κάποιους κοινούς άξονες: Την αγάπη για το “φανταστικό”, την παρωδία, την βαθιά πεποίθηση πως η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι κάτι απείρως βαθύ και περίπλοκο. Και στα τρία μυθιστορήματα επιδίωξα να έχω γρήγορη πλοκή, μυστήριο, χιούμορ. Αυτό το τελευταίο, νομίζω, είναι το στοιχείο που με χαρακτηρίζει περισσότερο και σαν άνθρωπο και σαν λογοτέχνη.
Σήμερα γράφουν πολλοί. Γιατί νομίζετε ότι οδηγούνται στη συγγραφή;
Το ότι γράφει πολύς κόσμος είναι, νομίζω, ευτυχές σαν γεγονός ανεξάρτητα από την ποιότητα των αποτελεσμάτων. Γιατί γράφουν; Ίσως από ματαιοδοξία, ίσως για να γνωρίσουν τον εαυτό τους καλύτερα. Εξίσου “νόμιμα” και τα δύο κίνητρα, κατά τη γνώμη μου.
Κατάγεστε από τα Χανιά. Πόσο σας έχει επηρεάσει ο τόπος καταγωγής σας;
Νομίζω πως πόλεις όπως τα Χανιά “κατασκευάζουν”, ας το πούμε έτσι, καλλιτέχνες. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να μεγαλώνει σε μια πόλη χωρίς ιστορικό κέντρο ή μακριά από τη θάλασσα, αν και τις τελευταίες δεκαετίες ο τουρισμός έχει αλλοιώσει την φυσιογνωμία της πόλης και αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Για μένα, ωστόσο, τα Χανιά είναι η πόλη της παιδικής μου ηλικίας και έτσι προτιμώ να τα φέρνω στο νου κάθε φορά: όπως ήταν κάποτε.
Ο τίτλος είναι σημαντικός για ένα βιβλίο ή όχι;
Ο τίτλος είναι σημαντικός για τον αγοραστή, πολλές φορές ένας άσχημος ή ανεπαρκής τίτλος βλάπτει την εμπορικότητα του βιβλίου. Άλλες φορές, πάλι, ένας όμορφος τίτλος μπορεί να λειτουργήσει σα “στέμμα” ενός εξίσου σημαντικού έργου –φέρνω στο νου μου τον Προυστ: “Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο”, τυπικό παράδειγμα όπου ένας υπέροχος τίτλος κοσμεί επάξια ένα μεγάλο έργο.
Ποιός είναι για εσάς ο ιδανικός αναγνώστης;
Φυσικά δεν έχω απαιτήσεις όσον αφορά το ύψος, το βάρος ή ακόμα και την ηλικία του αναγνώστη, σίγουρα όμως έχω απαιτήσεις όσον αφορά το νοητικό και το μορφωτικό του επίπεδο –και δεν αναφέρομαι σε τίτλους σπουδών αλλά στην πραγματική, την ουσιαστική ευφυΐα και μόρφωση. Μπορεί τα μυθιστορήματά μου να είναι αβίαστα, “εύκολα” θα μπορούσε να πει κανείς, περιέχουν ωστόσο χίλιες δυο λεπτομέρειες που κάποιος αδαής δεν θα μπορέσει να εκτιμήσει και έτσι θα πήγαιναν στράφι. Δεν θα ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο. Ωστόσο δεν μπορούμε να ελέγχουμε ποιοι μας διαβάζουν και ποιοι όχι και, σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να μας διαβάζουν όσο γίνεται περισσότεροι.
Στην Ελλάδα του 2018 με ανεργία στα ύψη και να τίθεται καθημερινά αγώνας για επιβίωση. Τί αξία μπορεί να έχει η πνευματική τροφή;
Δεν ήταν λίγοι οι καλλιτέχνες που έζησαν και πέθαναν “στην ψάθα” που λέμε. Τί τους ωθούσε στην δημιουργία ενώ αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν βασικές ανάγκες; Η απάντηση είναι: η λαχτάρα του πνεύματος. Το “πνεύμα”, όσο αφηρημένο και αν ακούγεται ως έννοια, είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή. Και χωρίς νόημα τη ζωή δεν μπορεί να την αντέξει κανείς, είτε με χρήματα είτε χωρίς. Φυσικά κάποιοι δεν το αντιλαμβάνονται έτσι, ίσως όμως να έπρεπε να το ξανασκεφτούν.
Τί ρόλο παίζουν τα ταξίδια για ένα συγγραφέα; Εσάς σας επηρεάζουν ως ψυχοσύνθεση και ως κουλτούρα;
Ταξιδεύω μανιωδώς και τα ταξίδια μου με έχουν καθορίσει σε μεγάλο βαθμό. Όμως εγώ είμαι η μια όψη του νομίσματος. Στην ιστορία της λογοτεχνίας συναντάμε δύο περιπτώσεις: Εκείνους που, σαν εμένα, λάτρευαν ή είχαν ανάγκη τα ταξίδια και οι συχνές μετακινήσεις τους ωθούσαν σε ένα πιο “περιπετειώδες” ή “ευκίνητο” είδος λογοτεχνίας, π.χ. ο Κίπλινγκ ή ο Χέμινγουεϊ. Απ’ την άλλη, πάλι, έχουμε τα παραδείγματα του Κάφκα, που ελάχιστα ταξίδευε ή του Πεσσόα, που το μοναδικό μεγάλο ταξίδι του το έκανε πολύ νέος. Αυτοί οι δύο συγγραφείς ταυτίστηκαν με την πόλη τους (Πράγα, Λισσαβόνα) και με ένα στυλ “στατικό”, “κλειστό”. Και οι δύο ιδιοσυγκρασίες έχουν να επιδείξουν μεγάλους λογοτέχνες. Όσον αφορά εμένα, στη ζωή μου όπως και στα βιβλία μου, μου αρέσει να αλλάζω συχνά τόπο δράσης. Διαφορετικά πλήττω. Όσον αφορά την επίδραση των ταξιδιών στο έργο μου, όποιος με διαβάσει θα αντιληφθεί μια πιο “κοσμοπολίτικη” άποψη από αυτή που θα έχει συνηθίσει σε άλλους έλληνες συναδέλφους.
Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στα βιβλία σας;
Πιστεύω βαθιά πως κάθε αφήγημα είναι μια συγκαλυμμένη αυτοβιογραφία. Όσον αφορά εμένα προτιμώ να υποβαθμίζω τα αμιγώς προσωπικά στοιχεία γιατί αυτό είναι το γούστο μου και γιατί, στο κάτω κάτω, δεν ενδιαφέρουν τον αναγνώστη.
Διαβάζετε; Ποιόν συγγραφέα θαυμάζετε;
Διαβάζω μανιωδώς. Από συγγραφείς, δεν θα πω “θαυμάζω” (το να θαυμάζεις συγγραφείς είναι επικίνδυνο για το στυλ σου: κινδυνεύει να σε μετατρέψει σε πίθηκο), θα προτιμήσω να πω “αισθάνομαι κοντά” σε κάποιους. Ποιοί είναι αυτοί; Πολλοί. Μπόρχες, Πόε, Ζεράρ ντε Νερβάλ, Προυστ, Κάφκα, Ναμπόκοφ, Κίπλινγκ, Καρπεντιέ, Σάμπατο, Γιόζεφ Ροτ (ένας από τους πιο αδικημένους, τεράστιο ταλέντο κατά τη γνώμη μου) αλλά και ο Γκαίτε, ο Πεσσόα και πάει λέγοντας. Ωστόσο, ο άνθρωπος που με επηρέασε περισσότερο στη ζωή αλλά και στο έργο μου τελικά, δεν ήταν λογοτέχνης αλλά ψυχαναλυτής: ο Κάρλ Γκούσταβ Γιουνγκ, τα γραπτά του οποίου διαβάζω και ξαναδιαβάζω χωρίς να μπορώ να τα εξαντλήσω.
Μελλοντικά συγγραφικά σχέδια;
Τίποτε συγκεκριμένο, μονάχα να γράφω, να γράφω, να γράφω –ξέρετε, είναι μπελάς, αν αρχίσεις δυσκολεύεσαι να σταματήσεις! Περιμένω να δω τί εκπλήξεις μου επιφυλάσσει η φαντασία μου.
Ποιά είναι η καθημερινότητά σας;
Προσπαθώ να μην έχω αυτό που λένε “καθημερινότητα”. Αν μια μέρα είναι όμοια με την προηγούμενη τότε έχουμε πρόβλημα! Το μόνο πράγμα που με κρατά σε κάποια σχετική ρουτίνα είναι το γράψιμο. Με τα μυθιστορήματα, ξέρετε, δεν συμβαίνει ότι συμβαίνει στην ποίηση, φερ’ ειπείν, δεν έχουμε την πολυτέλεια να γράφουμε μονάχα όταν έχουμε έμπνευση, έτσι δεν θα τελειώναμε ποτέ. Ο μυθιστοριογράφος είναι υποχρεωμένος να δουλεύει ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, πρωί ή βράδυ δεν έχει σημασία, όμως σίγουρα σε καθημερινή βάση μέχρι να ολοκληρώσει το έργο του. Ευτυχώς γράφω στο χέρι οπότε μπορώ να κουβαλώ με άνεση τα γραπτά μου όταν ταξιδεύω, δεν έχω ανάγκη λαπτοπ. Τυχερός καμιά φορά αυτός που αγνοεί την τεχνολογία!