
Προσοχή, γιατί μόλις ξεχειλίσει κι η τελευταία σταγόνα υπομονής, θα είναι αργά για τρέξετε!

Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Στο κάτω κάτω, τί ζήτησες; Να κρατήσουν για μια γαμημένη φόρα τον λόγο τους, ζήτησες, και να σου δείξουνε στην πράξη πως σημαίνεις κι εσύ κάτι για αυτούς κι όχι μόνο στα κούφια λόγια και στις τάχα υποσχέσεις.
Στο κάτω κάτω, τί ήθελες; Ήθελες απλά τόσο πολύ να βολευτείς σε εκείνη την αγκαλιά που λαχτάρησες. Και προσπάθησες με όλη σου την δύναμη να μικρύνεις, να διασπαστείς, να συρρικνωθείς και να γίνεις μικρά κομματάκια, μπας και βρεθεί έστω γωνίτσα και για σένανε καημένε μου, μπας και χωρέσεις κι εσύ κάπου, μπας και καταφέρεις να τρυπώσεις στην αγκαλιά που πίστεψες πως άνηκες.
Κι έκανες τόσα πολλά βήματα προς τα πίσω, που πια η πλάτη σου κόλλησε στον τοίχο και δεν σε παίρνει ρε γαμώτο, ούτε ένα βήμα πια να κάνεις υποχώρησης. Έβαλες τόσο πολύ νερό μες το κρασί σου, ώσπου στο τέλος, δεν ήτανε κρασί αυτή η αηδία, που τόσο καιρό τώρα, πότιζες και ξεγελούσες την ψυχούλα σου. Κι είπες τόσα πολλά και ψεύτικα “δεν πειράζει” δείχνοντας κατανόηση σε εκείνους τους χοντρόπετσους, που το μέσα σου έκανε επανάσταση κι εξέγερση.
Και κουράστηκες τόσο πολύ να λες τα ίδια και τα ίδια, που πια, ίσα ίσα και μετά βίας σου απέμεινε λίγη δύναμη μονό για να ανασαίνεις, όχι για πολύ όμως, άπλα μάζευες φόρα για αυτό που θα ακολουθούσε. Κουράστηκες τόσο πολύ να πετσοκόβεις τις ανάγκες σου, ώσπου στο τέλος πάγωσες και έπαψες με το δίκιο σου να θέλεις άλλο τα απαίσια αποφάγια τους, που σας σκυλί σου πέταγαν μες στο βαρέλι σου, που είχες για φωλιά.
Κουράστηκες μαλάκα μου να κάνεις το κορόιδο, κουράστηκες να ακούς τα ψέματα τους κι αρχίνησες να νιώθεις μια αναγούλα, από την απύθμενη κι ατέλειωτη “τελειότητα” τους. Κουράστηκες να απολογείσαι, να εξηγείς, να συγχωρείς και ποτέ να μην συγχωρείσαι…Κι έτσι έφτασες ως εδώ!
Και κάπως έτσι, ακούστηκε εκείνο το εκκωφαντικό και το ευλογημένο συνάμα, ΠΛΙΤΣ! Εκείνη η τελευταία η σταγόνα, που στο ποτήρι σου έσκασε κι άρχισε να σου το ξεχειλίζει. Εκείνο το τελευταίο και το καλύτερο απ΄ όλα τα πλιτς, που ήτανε σαν έκρηξη μιας βόμβας μεγατόνων. Εκείνο σου λέω ντε, το πλιτς που σε έκανε να πεταχτείς από τον λήθαργο, που βολικά κι επιδέξια, οι τάχα δικοί σου άνθρωποι σε είχανε βάλει νανουρίζοντας σε με ψέματα.
Εκείνο, το τελευταίο το πλιτς, που σε έκανε να σηκώσεις τα μανίκια σου, να βγάλεις μια κραυγή, ίδια με του πολέμου, που για χρόνια την είχες φιμωμένη μέσα σου και να φωνάξεις με όλη σου την δύναμη. “Κοιτάξτε με! Σηκώνομαι αγάπες μου, κι όσο παίξατε μαζί μου, παίξατε! Τώρα ετοιμαστείτε, γιατί σηκώνομαι κι έρχομαι να σας πηδήξω”!