
Πώς ο έρωτας επηρεάζει το σώμα μας -19 αποδεδειγμένοι επιστημονικά τρόποι

Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως απλώς και μόνο με ένα κοίταγμα, ένας άνθρωπος μπορεί να ερωτευτεί σε κλάσματα του δευτερολέπτου, χάρη σε μία απότομη αύξηση της ποσότητας μίας πρωτεΐνης γνωστής και ως «νευρικός αυξητικός παράγοντας».
Ο έρωτας προκαλεί μία έκρηξη στην αδρεναλίνη, η οποία ενεργοποιεί την ενστικτώδη διαδικασία «μένω ή φεύγω». Και τότε ξεκινούν όλα!
Όταν υπάρχει οπτική επαφή με το άτομο που είμαστε ερωτευμένοι, οι κόρες των ματιών διαστέλλονται φυσικά. Μάλιστα, είναι πιο εύκολο να ερωτευτούμε κάποιον που έχει από τη φύση του μεγαλύτερες κόρες ματιών, αφού υποσυνείδητα τον βρίσκουμε πιο ελκυστικό.
Ένα μεθυστικό κοκτέιλ χημικών ουσιών, όπως η βασοπρεσίνη, η ντοπαμίνη και η κορτιζόλη, θα πλημμυρήσει τον εγκέφαλο του ατόμου από την πρώτη στιγμή που θα γίνει το κλικ.
Σύμφωνα με έρευνες, αυτές οι αλλαγές στη χημεία του εγκεφάλου μας σπάνια διαρκούν παραπάνω από έναν χρόνο και ύστερα από αυτόν θα επιστρέψουν στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν ερωτευτούμε.
Παρά το γεγονός πως αυτές οι «αισιόδοξες» αλλαγές στη χημική σύσταση του εγκεφάλου μας δεν είναι μόνιμες, αν η σχέση συνεχιστεί, τότε η ανάγκη για χάδια και αγκαλιές θα κορυφωθεί, εξαιτίας της αύξησης της ποσότητας μίας ορμόνης που λέγεται οξυτοκίνη και είναι γνωστή και ως η «ορμόνη της αγάπης». Ο εγκέφαλος προκαλεί συνεχόμενες εκκρίσεις οξυτοκίνης κατά τη διάρκεια της σωματικής επαφής των δύο συντρόφων. Οι γυναίκες μάλιστα βιώνουν διαφορετικά τα αποτελέσματα αυτής της ορμόνης: η οξυτοκίνη παίζει σημαντικό ρόλο στον γυναικείο οργασμό, ενώ την ίδια στιγμή είναι και η αιτία που οι γυναίκες θέλουν να μένουν αγκαλιασμένες με τον σύντροφό τους μετά το σεξ, σε αντίθεση με τους άντρες που προτιμούν να κοιμηθούν.
Η «ορμόνη της αγάπης» έχει επίσης διαπιστωθεί πως διώχνει μακριά τους πονοκεφάλους. Αγκαλιαστείτε! Τι περιμένετε;
Ο έρωτας γεμίζει τον εγκέφαλο με ντοπαμίνη, την «ορμόνη της ευτυχίας». Τα επίπεδα της ντοπαμίνης αυξάνονται με τον ίδιο τρόπο όπως όταν γίνεται χρήση κοκαΐνης και μεταμφεταμίνης. Αυτός είναι ουσιαστικά και ο λόγος που οι άνθρωποι εθίζονται στους εραστές τους και δεν αισθάνονται καλά μακριά τους.
Ο έρωτας γεμίζει το σώμα με κορτιζόλη, την ουσία που προκαλεί την αίσθηση του άγχους. Το συγκεκριμένο άγχος όμως δεν είναι πάντα αρνητικό, αφού είναι απαραίτητο για τη σωματική διέγερση.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν πως όταν ένας άνθρωπος κοιτάει απλά μία φωτογραφία του εραστή του, αυξάνεται αυτόματα η ροή του αίματος στα σημεία του εγκεφάλου που ελέγχουν την απόλαυση.
Κοιτώντας τη φωτογραφία του συντρόφου σας, ο μέτριος φυσικός πόνος μπορεί να μειωθεί κατά 40% ενώ ο έντονος κατά 15%.
Η επιστήμη έχει αποδείξει πως όταν τα χέρια δύο συντρόφων είναι ενωμένα, οι νευρώνες χαλαρώνουν και ο φυσικός πόνος μπορεί να ανακουφιστεί.
Ο έρωτας μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της σεροτονίνης κατά 40% – στο ίδιο περίπου ποσοστό με αυτό των ατόμων που πάσχουν από ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές.
Τα τόσο αυξημένα επίπεδα ντοπαμίνης συναντώνται μόνο στους ερωτευμένους και στους σχιζοφρενείς.
Οι γυναίκες έλκονται από άντρες, των οποίων τα γονίδια παράγουν φερομόνες που είναι διαφορετικές από τις δικές τους.
Όταν μία γυναίκα όμως παίρνει αντισυλληπτικά χάπια, θα νιώσει έλξη για έναν άντρα που θα έχει ίδιες φερομόνες με εκείνη. Σε περίπτωση που η σχέση κρατήσει και η γυναίκα σταματήσει να παίρνει τα αντισυλληπτικά, τότε μάλλον θα προκύψει κάποιο πρόβλημα. Οι φερομόνες θα επιστρέψουν στα προηγούμενα επίπεδα και τότε είναι πολύ πιθανό να σταματήσει να νιώθει έλξη για τον άλλο.
Ο έρωτας κάνει τις γυναίκες να νιώθουν ισχυρές. Οι άντρες όμως αρχίζουν και αισθάνονται λίγο περισσότερο όπως οι γυναίκες.
Ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί τα ίδια μονοπάτια για να νιώσει και συναισθηματικό και φυσικό πόνο. Και σύμφωνα με μελέτες όταν ένας άνθρωπος χωρίζει χωρίς να το θέλει, ενεργοποιούνται ταυτόχρονα και οι δύο κατευθύνσεις.
Το «σύνδρομο της ραγισμένης καρδιάς» είναι μία αληθινή πάθηση, γνωστή και ως καρδιομυοπάθεια λόγω στρες και προκαλεί μία προσωρινή μεγιστοποίηση της καρδιάς που σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις μπορεί να αποβεί μοιραία. Το φαινόμενο είναι συνηθέστερο στις γυναίκες παρά στους άντρες.