Ορφάνεψε η ανθρώπινη στήριξη.
Ορφάνεψε η ανθρώπινη στήριξη.
Και μη χειρότερα,τας χείρας νίψαμεν, ουδόλως ανανήψαμεν,
χειροποίητες δημιουργίες της ανέχειας και χειροκροτήματα ανευ ουσίας,
πλέκουν τα εγκώμια της δια-φθοράς τα αργυρώνητα μολύβια της ενημέρωσης.
Χέρια γερασμένα από τα εξαντλητικά μεροκάματα στα λιοπύρια της φτώχειας,
ροζιασμένα και σκαμμένα από τα βασανιστικά ωράρια της εκμετάλευσης.
Απλώνουμε τα χέρια για να ενώσουμε τις σήραγγες των δισταγμών,
σκάβουμε με ευλάβεια το χώμα της λησμονιάς για να εξορύξουμε μνήμες,
παίζουμε στα δάχτυλα τις λέξεις σαν μας κατευθύνει μαεστρικά ο οίστρος.
Στα χέρια μας μεγαλώνουν τα παιδιά,ακουμπάνε οι εξαντλημένες αντοχές,
παίρνουμε το χαρτί της απόλυσης,
το φυλλάδιο με τις οδηγίες επιβίωσης,
στα ίδια αυτά χέρια που μας κρατάνε σφιχτά τις νύχτες χαρίζουμε περι-ποίηση,
κι όταν αιμορραγούν από τις πληγές των ασθενειών,τα κοιτάμε περίλυποι.
Τα χέρια μας υπο-γράφουν το σενάριο της ματαιοδοξίας μας,
την αίτηση διαζυγίου από την εθιστική μας εξάρτηση στον ζυγό της μιζέριας,
εκτοξεύουν βεγγαλικά στις εορτ-αστικές συγκεντρώσεις,πυροβολούν και αφαιρούν ζωές,
σαν το μικρόβιο της εκδίκησης γεννοβολά μυριάδες φονικά ενστικτα.
Τα δικά μου χέρια έπαψαν να βγάζουν τίμια το ψωμί,
σε μια κόλλα χαρτί παραληρούν οι σκέψεις,
κι εκείνα με περίσση αξιοπρέπεια μαστιγώνουν την ανέχεια,
λες και κρατάνε το αντικλειδι της αυτοταπείνωσης.
Στα δικά μου χέρια ορφανές οι εργάσιμες ωρες,
στα πλήκτρα ακροβατούν και γυμνάζονται τα δάκτυλα κάνοντας ασκήσεις γυμν-αστικής διατύπωσης αξιών.
Τα δικά μου χέρια δεν κρατούν τιμόνι,
επαψαν να βαστούν πορτοφόλι,
απλώνουν την παλάμη των στοχασμών σ εκείνους που σφίγγουν ταπεινά τα δικά τους,
και μοιραζόμαστε την ίδια παγερή αγωνία…..
ΑΝΑ-ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΧΗΡΑ ΒΟΗΘΕΙΑΣ
ΧΑΡΙΖΕΤΑΙ ΧΕΙΡΑ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ
George Peter Mixalopoulos