Οι μεγάλοι έρωτες, γυρίζουν πάντα ξημερώματα.
Γράφει ο Άρης Γρηγοριάδης
Έφτασε η ώρα να χαράξει. Λίγο πριν το φως, το πιο βαθύ σκοτάδι. Μέσα στο μαύρο, φωτίζει το κόκκινο, ενός πάθους πρωτόγνωρου. Ενός πόθου καταλυτικού.
Είναι η ώρα που επιστρέφουν οι καταραμένοι έρωτες. Οι στοιχειωμένοι από τον χρόνο. Δεν σου ζητούν την άδεια. Ξέρουν πού κρύβεις το κλειδί και μπαίνουν με αυθάδεια. Είναι δικό τους αυτό το σπίτι. Έχουν αφήσει τη στάμπα τους μην και ξεχαστεί κανείς περαστικός και το ορίσει για δικό του.
Δεν έχει προλόγους, δεν έχει εισαγωγή.
Το πιάνουν το παραμύθι από εκεί που είχε μείνει. Ο χρόνος που κύλησε, δεν δεν τελεσιδίκησε κανένα “έγκλημα” αφού ο έρωτας, δεν κρίνει και δεν κρίνεται. Είναι υπεράνω όλων..
Το πιάνουν το παραμύθι από εκεί που είχε μείνει. Ο χρόνος που κύλησε, δεν δεν τελεσιδίκησε κανένα “έγκλημα” αφού ο έρωτας, δεν κρίνει και δεν κρίνεται. Είναι υπεράνω όλων..
Κι όμως κάτι ήταν αλλιώς αυτή τη φορά. Σαν να μου την μέτρησες την απουσία μου. Σαν να την λογάριασες με ζύγι ακριβοδίκαιο και να μην μου αναγνώρισες κανένα ελαφρυντικό.
Σαν να με χρέωσες ετούτη τη φορά.
Σαν να με χρέωσες ετούτη τη φορά.
Με κοιτάς και δεν μιλάς. Δεν ζητάς. Πόσο με εκνευρίζεις που δεν ζητάς. Που περιμένεις από μένα να ξέρω μ’ένα σου βλέμμα.
Αργή και βασανιστική αυτή η παρτίδα. Εγώ με στρατηγική, κι εσύ με ένστικτο επιβίωσης.
Διαβάζεις την απουσία, την μελετάς. Δεν ξέρω αν προσπαθείς να με αθωώσεις ή αν ψάχνεις μια καταδίκη οριστική.
Σε αγγίζω και δεν τραβιέσαι. Σου μιλώ και με ακούς. Σιωπώ και με νιώθεις.
Οι μεγάλοι έρωτες, γυρίζουν πάντα ξημερώματα.
Οι αληθινοί έρωτες, ξέρουν πότε δεν πρέπει να ξαναφύγουν.
Οι μεγάλοι έρωτες, γυρίζουν πάντα ξημερώματα.
Οι αληθινοί έρωτες, ξέρουν πότε δεν πρέπει να ξαναφύγουν.
Άνοιξε εκείνο το κρασί που κρατήσαμε για το “για πάντα” μας. Από το ίδιο ποτήρι θα πιούμε ξανά. Θα σε μεθύσω άλλη μια φορά. Μου το χρωστάς, τώρα που εσύ κι εγώ, μοιραζόμαστε έναν έρωτα και καθόλου μυστικά. Τώρα που εσύ κι εγώ, θα καούμε στην ίδια φωτιά, την ίδια κατάρα, την ίδια λύτρωση.
loveletters.gr