Ο Ψυχίατρος και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρίστος Λιάπης σχολιάζει το σύγχρονο νοσηρό φαινόμενο του Revenge Porn.
ΓΙΑ ΤΟ STATUSVOICE.GR και αποκλειστικά για εμάς :
Ο Ψυχίατρος και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών σχολιάζει το σύγχρονο νοσηρό φαινόμενο του Revenge Porn.
Η προσωπικότητα του «δράστη» του revenge porn.
Ποτού φτάσουμε στο απαράδεκτο σημείο, της εκδικητικής δημοσίευσης μιας προσωπικής – ερωτικής στιγμής, θα πρέπει να σταθούμε στην αρχική φάση της ηλεκτρονικής καταγραφής αυτών των στιγμών. Όπως έχει υποστηριχθεί από πολλούς επιστήμονες ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης (Cooper 1998, Lasch1979, Rinsley 1986, Stone 1998), δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ζούμε σε έναν ναρκισσιστικό πολιτισμό. Είμαστε δέσμιοι των ηλεκτρονικών πολυμέσων που επιβάλλουν και διογκώνουν επιφανειακές εικόνες και αγνοούν την ουσία και το βάθος των πραγμάτων. Δεν είναι, λοιπόν, απροσδόκητο να βλέπουμε αυτήν την τάση ψηφιακής αυτό- και έτερο-καταγραφής προσωπικών στιγμών να κατακλύζει την ερωτική ζωή, κυρίως των νεαρών ατόμων, τα οποία αναζητούν διαρκώς αυτοεπιβεβαιωτικές εξεικονίσεις των ερωτικών τους κατακτήσεων και επιδόσεων. Εξεικονίσεις, στις οποίες να μπορούν, μάλιστα, να προσφύγουν και στο μέλλον, ανασύροντάς τες από τα κινητά και τα tablets τους ή από τους ηλεκτρονικούς δίσκους των υπολογιστών, ακόμη και όταν το ερωτικό τους αντικείμενο θα έχει χαθεί ή δεν θα είναι πια διαθέσιμο.
Πρόκειται για ένα είδος «διαπροσωπικής εκμετάλλευσης» του άλλου, η οποία αποτελεί ένα από τα κριτήρια – κλειδιά στην ανίχνευση ναρκισσιστικών στοιχείων και η οποία βρίσκει καινούριες καθημερινές εκφάνσεις, χάρη στην προσιτότητα των βιντεολήψεων και φωτογραφήσεων που προσφέρουν τα σύχγρονα «έξυπνα» κινητά, των οποίων, όμως, οι χρήστες – χρήστριες και οι βιντεοσκοπούμενοι – βιντεοσκοπούμενες, δεν αποδεικνύονται και τόσο έξυπνοι – έξυπνες, τελικώς, αν αναλογιστούμε το μεγάλο ηθικοκοινωνικό και ποινικό βάρος του revenge porn.
Στη βάση, λοιπόν, αυτών των κατακριτέων συμπεριφορικών μοτίβων που εμπλέκουν το revenge porn, στη διαπροσωπική επικοινωνία και στην ερωτικο-συναισθηματική αλληλεπίδραση, τοποθετούνται στοιχεία ναρκισσιστικής παθολογίας του θύτη. Οι παθολογικές μορφές του ναρκισσισμού αντανακλώνται στην ποιότητα των σχέσεων που συνάπτει το άτομο. Όπως αναφέρει ο Gabbart (2005), μια τραγωδία που ζουν αυτά τα άτομα είναι η ανικανότητά τους να αγαπούν. Το άτομο με ναρκισσιστική δoμή προσωπικότητας προσεγγίζει τους άλλους ως αντικείμενα που, αφού τα εκμεταλλευθεί, τα εγκαταλείπει, ανάλογα με τις ανάγκες του, χωρίς να ενδιαφερθεί για τα συναίσθημά τους.
•Αυτά που κρύβονται πιάσω από αυτού του τύπου τη συμπεριφορά.
Όλοι μας, αναζητούμε το «καθρέφτισμά» μας στον ερωτικό μας σύντροφο, ως επιβεβαίωση αποδοχής. Όταν ο ναρκισσιστής –συνήθως άνδρας- νιώσει εγκαταλειμμένος από τη σύντροφό του, ή αν κατά οποιονδήποτε τρόπο, ασθανθεί αποστερημένος από την αποδοχή που εκείνη του προσέφερε, τότε εκδηλώνει επιθετικότητα, ως αντίδραση στη μη ικανοποίηση των αναγκών του για κατοπτρισμό και εξιδανίκευση. Τα υψηλά αυτά επίπεδα της επιθετικότητάς ωθούν ένα άτομο με έντονα ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά στο να γίνεται επιβλαβές προς το ερωτικό του αντικείμενο, αισθανόμενο πως έτσι αμύνεται στην πραγματική ή φαντασιακή απόρριψη που εισέπραξε. Με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να το δούμε να προβαίνει στη δημοσιοποίηση βιντεοσκοπημένων ερωτικών στιγμών, θεωρώντας πως έτσι εκδικείται τη σύντροφό του που το εγκατέλειψε. Παρόλο που υπάρχουν και γυναίκες εμφανίζουσες παρόμοια ναρκισσιστική παθολογία, οι θύτες του revenge porn είναι συνήθως άνδρες, με τα θύματα της ψηφιακής τους εκδίκησης να είναι γυναίκες, καθώς τα κοινωνικά στερεότυπα είναι πολύ λιγότερο ανεκτικά στις ερωτικές «παρεκτροπές» και περιπέτειες του γυναικείου φύλου, σε σχέση με το αντρικό, για το οποίο, η καταγεγραμμένη σεξουαλική δραστηριότητα –ακόμη και η διαδικτυακή δημοσιοποίηση και διακίνησή της- λειτουργεί περισσότερο ως επιβράβευση, παρά ως μομφή.
Πρώιμα στοιχεία συμπεριφοράς, τα οποία εκδηλώνονται μέσα στη σχέση, πριν την τέλεση του revenge porn.
Ξεκινώντας από το συγκεκριμένο υπόβαθρο της μειωμένης ανοχής στη ματαίωση που χαρακτηρίζει τους θύτες του revenge porn, μπορούμε να μιλήσουμε για αυτό που ο Kohut (1971,1977,1984) περιγράφει ως έναν ναρκισσιστικά ευπρόσβλητο τύπο, επιρρεπή στη διάσπαση εαυτού. Αυτός ο τύπος ψυχοσεξουαλικής συμπεριφοράς, στερείται ενσυναίσθησης, δηλαδή, ικανότητας αναγνωρίσεως και ταυτίσεως με τα συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων. Έτσι, λοιπόν, οι θύτες του revenge porn, φαίνεται πως δεν έχουν πραγματική επίγνωση του οποιουδήποτε (αρνητικού) αντίκτυπου προκαλούν στους άλλους. Δεν βλέπουν τους άλλους ανθρώπους ως ξεχωριστές υπάρξεις ή ως άτομα με δικές τους ανάγκες. Αυτά τα στοιχεία μπορούν να αναζητηθούν έγκαιρα, από την αρχή ακόμη της ερωτικής σχέσης, καθότι αποτελούν χαρακτηριστικό δυσλειτουργικό συμπεριφορικό μοτίβο που ακολουθεί το άτομο με ναρκισσιστική παθολογία, σε όλες τις εκφάνσεις του διαπροσωπικού «σχετίζεσθαι». Τα άτομα αυτά, συχνά εμφανίζουν υπεροπτικές και περιφρονητικές στάσεις και συμπεριφορές προς τους άλλους και δη προς τους ερωτικούς τους συντρόφους.
Μπορεί να χαρακτηρίζονται από μια αναιτιολόγητη αίσθηση ιδιαίτερων δικαιωμάτων, συνοδευόμενη από παράλογες προσδοκίες για ιδιαίτερα ευννοϊκή αντιμετώπιση και αυτόματη συμμόρφωση στις προσδοκίες τους.
Οι δράστες του revenge porn και τα ελλείμματα προσωπικότητας.
Στοιχεία αυτού που ο Kernberg χαρακτηρίζει ως ψευδο-αυτό-επάρκεια,δηλαδή ως άρνηση από την πλευρά του ατόμου για οποιαδήποτε εκδήλωση ανάγκης για φροντίδα μέσα στη σχέση, με ταυτόχρονη συνεχή προσπάθεια εντυπωσιασμού των άλλων και κυρίως του ερωτικού συντρόφου και διαρκή αναζήτηση της επιδοκιμασίας, μπορούν να ανιχνευθούν από την αρχή της σχέσης με ένα άτομο, το οποίο, ειδικά αν νιώσει πως απορρίπτεται ή εγκαταλείπεται, μπορεί να προβεί, μεταγενέστερα, στην εκδικητική δημοσίευση ηλεκτρονικώς καταγεγραμμένων προσωπικών στιγμών.
Τις περισσότερες, όμως, φορές έχει ήδη δώσει προγενέστερα δείγματα συμπεριφοράς που προοικονομούν μια τέτοια ποταπή αντίδραση, εκδηλώνοντας ναρκισσιστική απληστία στην εκπλήρωση των επιθυμιών του, εγωκεντρισμό και απαιτητικότητα από τα πρώτα, κιόλας στάδια της σχέσης. Παρουσιάζοντας, δηλαδή, δείγματα αδιαφορίας για τα συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων, αλλά και του ερωτικού του συντρόφου, δείχνοντας, για παράδειγμα, να αδιαφορεί για το τι έχουν να πουν οι άλλοι, εκτός αν αυτό τον κολακεύει.
Όταν οι ερωτικές στιγμές καταντούν μέσο εκδίκησης.
Και πάλι, πριν απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημά σας, το οποίο αφορά στη δημοσιοποίηση των βιντεογραφημένων ή φωτογραφημένων ερωτικών στιγμών, θα πρέπει να σταθούμε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα αυτή η βιντεοσκόπηση ή η φωτογράφηση. Η διαρκώς ογκούμενη «πληροφοριόσφαιρα» του πολιτισμού μας, που λαμβάνει καθημερινώς πολλαπλάσιες διαστάσεις, τόσο σε όρους απολύτων μεγεθών, όσο και σε όρους επιδραστικότητας στην καθημερινότητά μας, χάρη στη ραγδαία ανάπτυξη των ψηφιακών μέσων και των ηλεκτρονικών δικτύων, δημιουργεί νέα δεδομένα σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης και της ερωτικής επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης. Η επίδραση της «τεχνόσφαιρας» στην «κοινωνιόσφαιρα» του πολιτισμού, έχει, άλλωστε, περιγραφτεί με προφητική ενάργεια από τον Άλβιν Τόφλερ, στα βιβλία του, «Το σοκ του μέλλοντος» και «Το τρίτο κύμα». Ούτε, όμως, εκείνος, μπορούσε να προβλέψει το ποσοτικό και ποιοτικό βάθος αυτής της αλληλεπίδρασης.
Πλέον, ένα ζευγάρι σε απόσταση, μπορεί να επικοινωνεί μέσω, για παράδειγμα, του messenger, με τρόπους που θα ήταν αδιανόητοι την εποχή της «ρομαντικής» ερωτικής αλληλογραφίας, ακόμη και κάποιων όχι και τόσο μακρινών, περασμένων, δεκαετιών. Υπάρχουν κάποιοι διαφορετικοί ποιοτικοί προσδιοριστές όταν έχουμε μεταγενέστερη δημοσιοποίηση τέτοιων «ψηφιακών» ερωτικών στιγμών και όταν έχουμε ψηφιακή κοινοποίηση υλικού που τραβήχτηκε στη διάρκεια «ζωντανών» ερωτικών στιγμών, με τον θύτη να καταγράφει τη σύντροφό του, ακόμη και με τη συναίνεσή της ή κρυφά, επιδιδόμενος σε αυτή τη βιντεολήψη, εις βάρος της μαγείας, της ουσιαστικότητας και της ουσίας της ερωτικής επαφής. Όπως αναφέρει ο Gabbart, μια επιφανειακότητα των ερωτικών σχέσεων χαρακτηρίζει το λεγόμενο «Σύνδρομο του Δον Ζουάν», που περιγράφεται από ένα γενικευμένο και διαχρονικό μοντέλο συστηματικής αποπλάνησης γυναικών, τις οποίες, μετά, το άτομο απορρίπτει, όταν η εξιδανίκευσή τους μετατρέπεται σε υποτίμηση. Εάν, τώρα, ένα άτομο με αυτή την εσωτερική ψυχική δομή και συμπεριφορική έκφραση παθολογικού ναρκισσισμού, βιώσει έναν χωρισμό με επιλογή όχι του ιδίου, αλλά της ερωτικής του συντρόφου, είναι πιθανό να αντιδράσει σε αυτήν την απόρριψη με τη λεγόμενη «ναρκισσιστική οργή» και να προβεί σε εκδικητικές ενέργειες επιβλαβείς προς το πάλαι ποτέ ερωτικό του αντικείμενο, όπως ο διαδικτυακός διασυρμός του, μέσω γυμνών φωτογραφιών ή video. Γιατί, πως έχει υποστηρίξει ο Kernberg (1974), άλλη μια μορφή ναρκισσιστικής επιθετικότητας είναι η χρόνια ζήλεια, ο καλούμενος και «ναρκισσιστικός φθόνος», ο οποίος κάνει το άτομο να επιθυμεί την υποβάθμιση και την καταστροφή των «καλών πραγμάτων» των άλλων. Όταν, λοιπόν, ένα άτομο, με αυτό το μοτίβο Δονζουανικού Nαρκισσισμού που τον καθιστά ανίκανο για ουσιαστικές συναισθηματικές σχέσεις, παρά μόνον για αλληλοδιαδεχόμενες, συχνά δε και αλληλοεπικαλυπτόμενες σεξουαλικές κατακτήσεις, νιώσει πως η σχέση διακόπτεται όχι με δική του πρωτοβουλία, αλλά από παύση της επιθυμίας της ερωτικής του σύντροφο, η οποία, ενδεχομένως να επιδιώκει τη σύναψη μιας ουσιαστικότερης σχέσης με κάποιο άλλο άτομο, μπορεί να αρχίσει να δημοσιεύει τις παλιές ερωτικές τους στιγμές, ειδικά εάν εμπεριέχουν και ορισμένες πιο ιδιαίτερες, προκλητικές ή εκκεντρικές σεξουαλικές πρακτικές, για να υπονομεύσει την καινούρια σχέση (ή τις καινούριες σχέσεις) της πρώην συντρόφου του.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει όμως να τονίσουμε και την ύπαρξη αντικοινωνικών στοιχείων προσωπικότητας στους θύτες του revenge porn, ιδιαίτερα όταν το σχετικό ανέβασμα σε πορνογραφικούς ιστοτόπους γίνεται υπό το δέλεαρ οικονομικών ανταλλαγμάτων, ενώ οι ερωτικές στιγμές –συχνά- έχουν καταγραφεί κρυφίως, εν αγνοία της συντρόφου.
Τέλος, για τις περιπτώσεις που το θύμα του revenge porn έχει συναινέσει για την καταγραφή των ερωτικών του στιγμών, θα πρέπει να επισημάνουμε, προειδοποιητικά, τα στοιχεία υποβολιμότητας, ευκολοπιστίας, παρορμητικότητας και ενδοτικότητας που δύνανται να το χαρακτηρίζουν, ωθώντας το στο να “αφεθεί και να ενδώσει” στις ψηφιακές καταγραφικές ορέξεις του θύτη. Πολλά από τα θύματα του revenge porn εμφανίζονται, καθόλη τη διάρκεια της σχέσης, αλλά και γενικότερα στις κοινωνικές και προσωπικές τους αλληλεπιδράσεις, έτοιμα να κάνουν τα πάντα, προκειμένου να κερδίσουν τη φροντίδα και την υποστήριξη, μέχρι του σημείου να προβούν ακόμη και σε πράξεις που τους είναι δυσάρεστες, δυσκολευόμενα να εκφράσουν τη διαφωνία τους, από φόβο μήπως χάσουν την υποστήριξη ή την αποδοχή. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν κριτήρια της Εξαρτημένης Διαταραχής της Προσωπικότητας, περιγράφοντας ένα μοτίβο υποτακτικής και προσκολλημένης συμπεριφοράς, σε διαρκή αναζήτηση «φροντίδας» και «αποδοχής», λόγω των αγχωτικών καταστάσεων που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια. Ειναι χρήσιμο, λοιπόν, να γίνει κατανοητό πως άτομα με εξαρτητικά στοιχεία προσωπικότητας συνάπτουν συχνά υποτακτικές σχέσεις με ερωτικούς συντρόφους οι οποίοι εμφανίζουν ναρκισισστικά, αντικοινωνικά και σαδιστικά στοιχεία, αναζητώντας ένα παθολογικό συμπλήρωμα της παθητικότητάς τους, μέσα από μια παθολογικώς συγκοιτιακή σχέση, με νοσηρές εκφάνσεις σε όλες τις πτυχές των προσωπικών και ερωτικών στιγμών.
Γιατί, η οριακόμορφη απογύμνωση, από το συναισθηματικό τους βάθος, των ερωτικών στιγμών, πρέπει να γίνει αντιληπτό πως δεν επισυμβαίνει την ώρα που αυτές γίνονται –βάναυσα και αποκρουστικά- κοινόχρηστο ψηφιακό κτήμα της διαδικτυακής δημόσιας, πορνογραφικής πληροφοριόσφαιρας, αλλά την ώρα της, επίσης, βάναυσης και κακοποιητικής, για το πραγματικό νόημα του έρωτα και για την ανθρωποποιότητά μας, καταγραφής τους. Έτσι, το revenge porn αποτελεί ένα χαρακτηριστικό, νοσηρό σημείο των καιρών, όπου προσωπικά ψυχοπαθητικά στοιχεία, εκφράζονται ως κοινωνιοπαθητικές ψηφιακές συμπεριφορές.
Χρίστος Χ. λιάπης MD, MSc, PhD
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
chliapis@yahoo.gr
@Chris_Liapis