ΜΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ
Θα ‘ρθω μια Τετάρτη μεσημέρι.
Καλοκαίρι θα ‘ναι.
Τότε που ο ιδρώτας του ουρανού
θα σμίγει, ένα θα γίνεται
με τον λερωμένο γιακά
απ’ το γαλάζιο σου πουκάμισο.
Το πεζούλι του κήπου
θα ανασαίνει βαριά τις λιγόθυμες μυρωδιές
από τα τριαντάφυλλα που φύτεψα.
Κρατημένος θα ‘σαι απ’ την ξύλινη κουπαστή.
Αμέριμνος θα στέκεις
και θα λούζεσαι
στο φως της λησμοσύνης.
Τα μαλλιά σου θα καίνε σκούρες φωτιές.
Εκρήξεις θα ηχούν τα κύματα τους,
σαν αυτές
που ανατίναζαν τα αδιαπέραστα βράδια μας.
Σαν τα σκοτάδια απ’ το αύριο που αγναντεύαμε αγαπημένε.
.
Τότε θα ‘ρθω.
Σαν ένα επαναλαμβανόμενο έγκλημα θα μπω
και θα οπλίσω τη μνήμη με σφαίρες από θύμησες.
.
Τετάρτη θα ‘ναι..
Όχι σαν τη μέρα που έφυγα..
Κυριακή ήταν.
Θυμάσαι ;
Θυμάσαι τον διαβρωτικό σνομπισμό της αργίας που κρυφοκυλούσε ;
Δεν θέλω να σε χάσω πάλι από παλίνδρομη ανάπαυλα.
.
Τέταρτη μεσημέρι θα ‘ρθω.
Τότε θα μπω στο μόχθο του κορμιού σου,
να ταξιδέψω
όλα τα ράθυμα παράφορα του νου.
.
Απροειδοποίητη η εισβολή μου θα ‘ναι.
Για αναίμακτη μη με ρωτάς.
Εσύ θα μου πεις…
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου