Η λέξη «μελαγχολία» προέρχεται αναμφίβολα απ’ την αρχαία ελληνική γλώσσα κι η ετυμολογία της είναι απλούστατη: μέλας -που σημαίνει μαύρο- και χολή. Έχει δε χρησιμοποιηθεί αρκετά στις περισσότερες γλώσσες και σε όλη την Ιστορία της Ανθρωπότητας προκειμένου να καλύψει έννοιες στην ψυχιατρική, την ψυχανάλυση, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Ετυμολογικά, η λέξη σημαίνει μαύρη χολή, όρος που αναφέρεται στη θεωρία των τεσσάρων χυμών του Ιπποκράτη: αίμα, λέμφος, κίτρινη χολή και μαύρη χολή. Έτσι λοιπόν όταν στον οργανισμό επικρατούσε η μαύρη χολή, τότε οι αρχαίοι έλεγαν ότι κάποιος είναι μελαγχολικός, όπως επίσης είχαν συνδέσει την ιδιοφυΐα με τη μελαγχολία. Οι περισσότεροι Έλληνες φιλόσοφοι, απ’ τον Αριστοτέλη μέχρι τον Ιπποκράτη, ασχολήθηκαν λίγο ή πολύ με τη μελαγχολία, αν και την προσέγγισαν λανθασμένα.
Στην αρχαία Ελλάδα επίσης, σε πολιτισμικό επίπεδο, η μελαγχολία συνδέθηκε με το πένθος εξαιτίας της απώλειας ενός συγγενή. Οι επιτύμβιες στήλες αναπαριστάνουν άτομα που παίρνουν μελαγχολικές πόζες. Ομοίως κι η Πηνελόπη παρουσιάζεται μελαγχολική μπροστά στον αργαλειό της.
Περνώντας στη ρωμαϊκή περίοδο, διαπιστώνουμε ότι η ίδια λέξη επανέρχεται με την ίδια έννοια που της είχαν αποδώσει οι αρχαίοι Έλληνες. Ο Κικέρων αναφερόμενος στον Αριστοτέλη μάς μεταφέρει την άποψη ότι η μελαγχολία συναντάται στις μεγάλες ιδιοφυΐες. Είναι φανερό ότι η έννοια της μελαγχολίας είναι όχι μόνο πολύ παλιά, αλλά και πολύ στενά συνδεδεμένη την ιδιοσυγκρασία.
Ωστόσο, η μελαγχολία αποκτά πολλές έννοιες με την πάροδο του χρόνου, αλλά διατηρεί μια στενή επαφή με την κατάθλιψη, όπως την ορίζει σήμερα η ψυχιατρική. Θα επανέλθω όμως αργότερα σε αυτό. Στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας, απ’ τα τετράστιχα του Πέρση ποιητή του ενδέκατου αιώνα, Ομάρ Καγιάμ, περνώντας από μεσαιωνικό λυρικό έργο του Γκιγιόμ ντε Μασό (Γάλλος συγγραφέας του δέκατου τέταρτου αιώνα) ιδιαίτερα το «μυθιστόρημα του ρόδου», τις «χίμαιρες» του Ζεράρ ντε Νερβάλ ή τη «μελαγχολία του Παρισιού» του Μποντλέρ το δέκατο ένατο αιώνα, μέχρι τους συγγραφείς του εικοστού πρώτου αιώνα, η μελαγχολία προσπαθεί να ορίσει κάθε διάθεση από θλίψη μέχρι τρέλα (αν και το δέκατο έβδομο αιώνα ο όρος αποδυναμώθηκε σε μια απλή κατάσταση θλίψης). Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι απ’ το δέκατο ένατο αιώνα, η μελαγχολία συνδέεται όχι απλά με μια δυσφορία, αλλά με μια κλινική ασθένεια που οι ψυχίατροι σήμερα αποκαλούν κατάθλιψη.
Ο όρος «μελαγχολία» έχει χρησιμοποιηθεί κι αναλυθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους ερευνητές, τόσο στη λογοτεχνία όσο τη φιλοσοφία και βέβαια την ψυχανάλυση. Ο πρόδρομος όμως στο ψυχαναλυτικό πεδίο είναι ο Φρόιντ που έχει αφιερώσει ένα ολόκληρο δοκίμιο σε αυτή την ψυχική κατάσταση. Προκειμένου να αναλύσουμε τον όρο, αφήνοντας κατά μέρος τον Καρλ Αβραάμ στον οποίο οφείλουμε την πιο σημαντική απ’ τις λίγες αναλυτικές μελέτες πάνω το θέμα αυτό («Μανία και Μελαγχολία»), ο Σίγκμουντ Φρόιντ στο δοκίμιο «Πένθος και Μελαγχολία» (1915), συγκρίνει τη μελαγχολία με το πένθος. Αν κι ο Καρλ Αβραάμ διαχωρίζει την κατάθλιψη απ’ τη νεύρωση, το ιδρυτικό κείμενο πάνω στη μελαγχολία παραμένει το «Πένθος και Μελαγχολία» του Φρόιντ. Υπενθυμίζοντας την οδυνηρή φύση και των δύο καταστάσεων, θα μπορούσε να δει κανείς μια σειρά από ομοιότητες. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Το κείμενο αυτό δε δίνει μια εξήγηση για το τι ακριβώς είναι η μελαγχολία ούτε από τι προέρχεται. Στην πραγματικότητα προτείνει μια πρώτη προσπάθεια ερμηνείας, συγκρίνοντας τη θλίψη με τη μελαγχολία.
Η εξέλιξη των αναλυτικών πρακτικών και το μετέπειτα ψυχαναλυτικό έργο προσπάθησε να αποδείξει ή να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα της μελέτης του Φρόιντ. Άλλοι θα το κάνουν τόσο εμβαθύνοντας την έννοια της φροϋδικής σύλληψης κι άλλοι προσπαθώντας να διαφοροποιήσουν τη μελαγχολία απ’ τις άλλες καταθλιπτικές καταστάσεις. Σύμφωνα με την Μελανί Κλάιν, για παράδειγμα, που ακολουθεί την παράδοση του έργου του Καρλ Αβραάμ, που ήταν ο ίδιος μαθητής του Φρόιντ, η αμφιθυμία και το μίσος διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη γένεση της μελαγχολίας. Αυτό όμως που είναι βέβαιο είναι ότι οι φροϋδικές θέσεις χρησιμοποιούνται ακόμα προκειμένου να εντοπίσουμε τα χαρακτηριστικά του μελαγχολικού παραληρήματος.
Την εποχή εκείνη, ο όρος «κατάθλιψη» χρησιμοποιούταν ως επιθετικός προσδιορισμός για να περιγράψει μια γενική εξαθλίωση της συναισθηματικής και πνευματικής ζωής ενός καταθλιπτικού ατόμου.
Στις μέρες μας, η μελαγχολία έχει άλλη έννοια στην επιστήμη. Χρησιμοποιείται προκείμενου να περιγράψει την οξεία φάση της μείζονος κατάθλιψης ή ακόμα και τη διπολική διαταραχή (παλαιότερα ονομαζόταν μανιοκαταθλιπτική ψύχωση), γιατί απαντώνται εναλλασσόμενες φάσεις μανίας και μελαγχολίας. Στο DSM-V (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών), η σύγχρονη ψυχιατρική μιλάει για καταθλιπτικό επεισόδιο και για καταθλιπτική διαταραχή. Μεταξύ των καταθλίψεων που αναφέρονται, ως πιο σοβαρή μορφή κατάθλιψης λέγεται η μελαγχολική. Η μελαγχολία, λοιπόν, δεν είναι όπως θα θέλαμε να πιστεύουμε μια απλή αδιαθεσία ή ψυχική κατάσταση, αλλά η πιο προχωρημένη μορφή κατάθλιψης. Ούτε θα μπορούμε σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί σε μια απλή ασθένεια γιατί πρόκειται για ουσιαστική ψυχοπαθολογία.
Τα μελαγχολικά συμπτώματα τα οποία είναι πιο προχωρημένα από εκείνα της κατάθλιψης, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων αβουλησία, ανορεξία, αϋπνία, αισθήματα ενοχής και τάσεις αυτοκτονίας. Στη μελαγχολία προστίθεται και μία άλλη οδύνη, ηθική αυτή τη φορά, απ’ την οποία ο ασθενής δε βρίσκει άλλη διέξοδο παρά μόνο το θάνατο, όχι μόνο για εκείνον, αλλά και για τους οικείους του.
Η μελαγχολία είναι μια μορφή ψύχωσης. Παλαιότερα είχε θεωρηθεί ως ιερή ασθένεια, γι’ αυτό και κατέχει εξέχουσα θέση σε κάθε είδος έκφρασης των ανθρωπίνων συναισθημάτων όπου φαίνεται ως φορέας αγωνίας, γονιμότητας, διαύγειας, αλλά και σοφίας.
Συντάκτης: Michel Bizet
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη