Καλοκαίρι στο χωριό παρέα με ρακέτες…
Ξυπνητήρι στις 11, μπας και προλάβουμε έστω και μια καρεκλίτσα στην κοντινότερη παραλία, ξύλο με τον πατέρα μου για «5 λεπτά παραπάνω», ελάχιστες βρισιές, τσίμπλες που ριζώνουν καλά στo μάτι και τον εγκέφαλο και δε με αφήνουν να ξυπνήσω.
Ξυπνάω…
Μερικές γρήγορες ανταλλαγές ματιών με τον αδερφό μου, σαν να παρακαλάμε για υιοθεσία, σερνόμενος φτάνω στο μπάνιο, ρίχνω λίγο νερό στη μούρη, πλένω δόντια, αλλάζω. Να αλλάξω σπίτι θα έπρεπε…
Αλλάζω…
Μπαίνω κουζίνα, τσιμπολογάω τίποτα μπας και κρατηθώ με 5 ώρες ύπνο, συνεχίζω να κοιτάω τον αδερφό μου σε φάση «ας το κάνουμε να φανεί σαν ατύχημα», με κοιτάει και αυτός. Περπατάμε και οι 2 σαν ζόμπι που ψάχνουν το επόμενό τους θήραμα προς το αμάξι, φτάνουμε, ευτυχώς η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή.
Λίγο το κήρυγμα του πατέρα μου να κοιμάμαι πιο νωρίς για να ευχαριστιέμαι το πρωινό καλοκαίρι, λίγο τα κρουασάν της μάνας μου και η αγνή απορία που απλωνόταν στο χώρο «Γιατί δε μας αφήνετε να πεθάνουμε καλύτερα;» γέμισαν το αμάξι και με έκαναν να συνέλθω.
Συνήλθα…
Φτάνουμε στην παραλία. Με το μάτι και από τέτοια απόσταση φάνηκε πως είχε κάποιες διαθέσιμες ξαπλώστρες. Ο πατέρας μου, σαν βετεράνος των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, αρπάζει την τσάντα με τα πράγματα στην πλάτη και φεύγει προς τη θάλασσα. Η μάνα μου μόλις βγαίνει από το αμάξι, ενώ εγώ νιώθω ότι ο ήλιος θα μου κάψει το δέρμα. «Αθηναίος είμαι ρε, έλεος με την παραλία!», πήγα να φωνάξω. Αλλά μου μπούκωσαν ένα από τα κρουασάν στο στόμα για να ηρεμήσω. Το δέχτηκα σιωπηλά, γιατί ήταν με κρέμα.
Ο πατέρας μου ήδη έχει αρπάξει 3 ξαπλώστρες, βρήκε και μια ομπρέλα, τη μοναδική που έχουν φωλιά οι μέλισσες σε όλη την περιφέρεια, παρήγγειλε κιόλας. Κάθομαι, τον κοιτάω λίγο λοξά, σιγοψιθυρίζω κάτι όμορφα λόγια για τις μέλισσες, και αράζω.
Μπροστά μου καταγάλανη θάλασσα, με αρκετά στρώματα άμμου να σε καλωσορίζουν σταδιακά σε αυτή, με τις πέτρες να απουσιάζουν σε σημαντικό βαθμό, επιτρέποντάς σου να απολαύσεις κάθε στιγμή μέχρι εκεί. Διάφοροι μέσα στη θάλασσα, κάποιοι κολυμπούν, άλλοι παίζουν με μπάλες, οι περισσότεροι κατουρούν. Έξω από τη θάλασσα, 2 παρέες παίζουν με τις ρακέτες τους (ελπίζω να μην ακούστηκε κάπως αυτό), ενώ κάποιες κοπέλες στα δεξιά μου διστάζουν να μπουν μέσα.
Τη μία από αυτές νομίζω πως την ξέρω. Την κοιτάω διακριτικά, όσο διακριτικά μπορεί να κοιτάζει μια 20χρονη ένας 20χρονος, με κοιτάει και αυτή. Την κοιτάω πιο επίμονα, με κοιτάει και αυτή. Συνέχισε να μιλάει με τις φίλες της, βέβαια, αλλά θα της το επιτρέψω.
Παράλληλα, με πρήζει ο αδερφός μου να βουτήξουμε επιτέλους. Την κοιτάζω, κοιτούσε ακόμα. Αν δεν παίζει καμιά μέλισσα στα μαλλιά μου και κοιτάζει έντρομη, πάει καλά η φάση.
Βγάζω αισθησιακά τη μπλούζα, σαν μοντέλο σε διαφήμιση εσωρούχων, χωρίς το μοντέλο. Εντάξει, είμαι σε λίγο χειρότερη κατάσταση από το εσώρουχο, αλλά είμαι καλό παιδί τουλάχιστον. Βγάζω τη μπλούζα, λοιπόν, και αρχίζει το παιχνίδι που ξέρουν όλα τα αγόρια- άντρες τη χώρας το καλοκαίρι: Ρούφηγμα κοιλιάς.
Θα μπορούσαμε να είχαμε φέρει τόσα χρυσά σε Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά το σύστημα φοβήθηκε…
Σηκώνομαι, φυσικά ρουφάω, όσο μπορώ όμως, γιατί ήπια 4-5 μπύρες χθες το βράδυ, περπατάω σαν φυσιολογικός άνθρωπος τώρα, σε αντίθεση με πριν. Κατευθύνομαι, ω τι έκπληξη, στη θάλασσα.
Φτάνω…
Το νερό είναι παγάκι. Δεν ξέρω αν γεννήθηκε η βρισιά για να περιγράψει αυτό το συναίσθημα όταν πρωτοπατάς στο νερό, αλλά θα πρέπει να ψηφιστεί κάτι αντίστοιχο.
Σφίγγω δόντια, στήνω τον αδερφό μου έτσι ώστε και να μιλάω μαζί του και ταυτόχρονα να την κοιτάω (Πολύ έξυπνος για θεωρητική, ε;) και προσπαθούσα να επιδεικνύω το χαμόγελο και το πόσο κουλ είμαι συνεχώς. Μπορεί το θέμα συζήτησης να ήταν το πρωινό μπάνιο, αλλά εγώ χαμογελούσα σαν τον Ρουβά.
-Παίζει γκόμενα πίσω ε; -Προφανώς και παίζει γκόμενα πίσω!
Και εκεί που πιεζόμουν να είμαι κουλ, ενώ έσφιγγα και ρουφούσα κοιλιά…νιώθω ένα χτύπο στο κεφάλι. Αμέσως σχημάτισα γωνία 90 μοιρών, αμέσως έπεσαν κάτω στην άμμο τα γυαλιά και η αξιοπρέπεια μου, αμέσως ένιωσα το βλέμμα όλων να πέφτει πάνω μου και τον αδερφό μου να λιποθυμάει από τα γέλια.
«Συγνώμη φιλαράκι».
Ναι ρε, όλα μια χαρά. Σιγά, ένα μπαλάκι στο κεφάλι έφαγα. Σιγά, εκεί που ήμουν αμέριμνος και πιεζόμουν να δείχνω κουλ, έφαγα ένα μπαλάκι στο κεφάλι. Σιγά, συγνώμη που ήμουν εκεί που έπαιζες με ένα ξύλο και ένα μπαλάκι τένις. ΣΙΓΑ!
Βούτηξα για να ξεπλύνω ντροπή και άμμο.
Όταν βγήκα, τα κορίτσια είχαν φύγει από την άκρη της παραλίας, αν πήγαν με τον τύπο θα αυτοκτονήσω…
Βγαίνω, κάθομαι στη ξαπλώστρα μου, με τις μέλισσες να βουίζουν από πάνω μου. Ο μόνος ήχος, όμως, που διατάραζε την ησυχία μου ήταν αυτό το τακ-τουκ από τους «ρακετίστες».
Κάθονται σε ένα σημείο όπου ενοχλούν παντού, σε κάθε διάσταση του χώρου, σε κάθε σημείο της παραλίας. Εν τω μεταξύ, είναι απλά 2 μαντράχαλοι που ψάχνουν γκόμενα, γκούχου γκούχου, δεν είναι ένα κράμα Ναδάλ- Φέντερερ!
Μουτρωμένος κάθομαι ακόμα στη ξαπλώστρα, ακούγοντας τους γονείς μου να τσακώνονται για πολιτικά και τη βαβούρα της παραλίας να γίνεται εντονότερη λεπτό προς λεπτό. Τουλάχιστον, απέφευγα μια πράσινη μπάλα. Και έτρωγα και κρουασάν.
Καλοκαίρι στο χωριό…
https://www.maxmag.gr/apscychologita/kalokairi-sto-chorio-parea-raketes/https://www.maxmag.gr/apscychologita/kalokairi-sto-chorio-parea-raketes/