Και τώρα που δεν νιώθω τίποτα, τώρα θα σε κάνω να νιώσεις τα πάντα.
Τι με κοιτάς;
Τελείωσαν οι λέξεις.
Τελείωσαν και οι αντοχές.
Τώρα δρόμο.
Ναι. Μην με κοιτάς άλλο.
Πάρε δρόμο.
Ότι είχα να (σου) δώσω στο έδωσα. Κι όταν δεν είχα να σου δώσω, το πήρες μόνος σου.
Λίγο από καρδιά, πολύ από ψυχή, σώμα σημαδεμένο για να μην μπορεί να ανήκει πουθενά.
Μην με κοιτάς.
Τα μάτια άδεια.
Έχεις ξαναδεί άδεια μάτια; Είναι εκείνα που δεν έχουν ψυχή να τα φωτίσει.
Έχεις δει σώμα ζωντανό – νεκρό;
Να περπατάει, να κινείται, να ντύνεται, να γδύνεται, ακόμα και να κάνει έρωτα.
Είναι το σώμα που επιβίωσε από τις μαχαιριές.
Είναι το σώμα που επιβίωσε από την προδοσία.
Είναι το σώμα που θα ευχόσουν να είχε πεθάνει αλλά ζει.
Ζει και σκορπίζεται, χαραμίζεται, σε εκδικείται, σε πονάει, κάνει ότι μπορεί για να νιώσει, αλλά δεν νιώθει τίποτα.
Ένιωσα κάποτε πολλά.
Τα ένιωσα όλα.
Κάποτε.
Στα έδωσα όλα, κάποτε.
Κι όταν με έπαιξες στα ζάρια, όταν με έδωσες “εγγύηση” σαν σιγουράκι σου, τότε χρειάστηκε να γνωριστούμε από την αρχή.
Και τώρα πια, κανείς μας δεν χάρηκε για την γνωριμία.
Τώρα πια, δεν νιώθω. Κι αυτό είναι η δύναμή μου.
Τώρα, μπορώ να σε κάνω να νιώσεις τα πάντα.