
Η Παναγία στη νεοελληνική ποίηση

Η Παναγία υπήρξε πάντα αντικείμενο αγάπης και τιμής από τους Έλληνες. Το μαρτυρούν οι πάμπολλοι ναοί, το πλήθος των εξωκλησιών, ο μεγάλος αριθμός των εικονογραφικών τύπων, οι πολλές παραδόσεις, η αφιέρωση σε Εκείνη του Αγίου Όρους, που και «Περιβόλι της» καλείται, καθώς και πάμπολλα κείμενα, πεζά και έμμετρα, από τη βυζαντινή περίοδο ώς τις μέρες μας που αναφέρονται στο πανάγιο πρόσωπό Της.
Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι η Παναγία αποτελεί αστείρευτη πηγή έμπνευσης και για πολλούς σύγχρονους Έλληνες ποιητές – και δεν εννοούμε τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως «Χριστιανούς», αλλά τους δόκιμους ποιητές του καιρού μας, που Της αφιερώνουν βιβλία ολόκληρα, αυτοτελείς συνθέσεις και συχνές αναφορές. Βέβαια, και το όνομα «Μαρία» είναι ένα μοτίβο που επανέρχεται συχνά στη νεοελληνική ποίηση, αλλά πρόκειται για στοιχείο που χρειάζεται ειδική μελέτη, αφού κάποιες φορές οι ποιητές παίζουν με το όνομα και το πρόσωπο της Θεοτόκου.
Τα ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ αποτελούν ένα ελάχιστο τμήμα της ανθολογίας «Η Παναγία στη νεοελληνική ποίηση», που είχε ετοιμάσει ο Ι.Μ. Χατζηφώτης και η οποία εκδόθηκε ατυχώς κατά ένα τμήμα μετά το θάνατό του, με τρόπο που κατέστρεψε την ενότητα του έργου και την προοπτική του ανθολόγου.
ΑΥΓΕΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ
Να, ο λαός Σου
…Τεράστιο κύμα ο λαός μου
που μ’ ανασηκώνει
και με φέρνει όπως η αγκαλιά το βρέφος
των Ουρανών η Πλατυτέρα
«Αντίδρομα και Παράλληλα», Αθήνα 1969, σελ. 72
ΕΛΥΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Η τοιχογραφία*
… Να γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα
της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή
Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μέσ’ στον ουρανό
με τα διχαλωτά πουλιά, τα κρινάκια και τους ήλιους.
Το φυλλόδεντρο και η δέκατη τετάρτη ομορφιά, «Ίκαρος», 1971, σελ. 28
Τα τζιτζίκια
Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο, την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της…
«Τα ρω του Έρωτα», «Αστερίας», 1972, σελ. 27
ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π.
Το Νιχώρι
… «Εάν στης Κουμαριώτισσας της Παναγιάς θελήσεις
την εκκλησιά να μπεις μ’ εμέ, φανατικός συγχώρει
αν είμ’ εκεί. Άλλην θαρρώ χάριν οι παρακλήσεις
έχουνε στο πιστό Νιχώρι…
«Ποιήματα, 1896-1918», τόμ. Α’, Αθήνα 1963, σ. 99
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ
Τυπικάρης
(Απόσπασμα)
Παρθένα Μάνα, που σαν πνεύμα ο σπόρος έπεσε
στο ανέγγιχτο κορμί σου και σαρκώθη ο Λόγος,
το απάρθενο τρυγώντας σπλάχνο σου, σα βρέφος!
Ω, Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και Συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης, χαμογελώντας –
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά Σου ο κόσμος!
Εσύ ’σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λαμποκοπάς και πλες στου Θεού τα σκοτεινά
νερά, τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας.
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας,
στον άγριο ουρανό τρεμάμενη ανεβαίνεις
κι αχνογελώντας στέκεσαι πλάι στο γυιό Σου.
Εσύ ’σαι το ανθισμένο το κλαρί στην άβυσσο
της δύναμής Του· εσύ ’σαι ο στοχασμός ο πράος
μέσ’ στο φλεγόμενο καμίνι της οργής Του.
«Χριστός», 1928
ΚΑΡΟΥΖΟΣ Ν.Δ.
Χρονικό της αταραξίας
…πικράθηκεν ο χάρος ο χαραμοφάης
καθώς η Παναγία κυλιότανε στα κιτρολέμονα
κι είχε δέσει το δαίμονα
στα θεόρατα γιασεμιά της χαρμολύπης…
«Χορταριασμένα χάσματα», Αθήνα 1974, σ.σ. 14 και 15
ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΩΣΤΗΣ
Η φλογέρα του βασιλιά VIII
Η ζωγραφιά επιστήμη του και η σκέψη του η Παρθένο.
Και τίποτε άλλο. Βουβαμός και ανηξεριά. Και πάντα
κατάχνια του έζωνε το νου, του σφράγιζε το στόμα,
και μοναχά στα χείλια του τρεμόφεγγε και σβούσε
και σάλευε νυχτοημέρα το δίλογο τραγούδι
σ’ όλους τους ήχους του ψαλμού: Χαίρε, Χαριτωμένη,
Κι άστραφτε κι από τη χαρά κι από την περηφάνια
του λόγου και δε χαιρόταν και καύκημα δεν του ήταν.
το πλαστουργό κοντύλι του που κράταε κυβερνώντας,
νύχτες και μέρες και γιορτές κι αργατινές, μιλούσε
με κεία τα δυο ιερολόγα: Χαίρε, Χαριτωμένη!
Κ’ ήρθε καιρός που ανήμπορος και το κοντύλι ακόμα
να περπατά στον πάπυρο, της Παναγιάς ζωγράφος,
μια μπόρεση του απόμεινε: γονατιστός να πέφτει
στην άγια εικόνα της Κυράς, όπου την ξάνοιγε, όπου
με το σιγομουρμούρισμα: Χαριτωμένη, Χαίρε!
Όλα του κόσμου ανόητα κι αλλότρια όλα του ήταν,
ώσπου ήρθε η ώρα η φοβερή κι η αφεύγατη με κεί-
να τα λόγια τα μοσκόβολα κι απάνου στα φτερά του.
πάει λυτρωμένη απ’ το κορμί μακάρια κι η ψυχή της.
Το λείψανό του ευωδίασε τη γη που τόνε πήρε
κι απάνου από το μνήμα του πλήθαινε ο μόσκος και ήρθε,
πλημμύρισε η μοσχοβολιά στο μοναστήρι και ήταν
τριγύρω σα μιαν άνοιξη, πλούσια κι αλόγιστη ήταν
Κ’ έναν καιρό κάποιον Απριλίου φανταχτερού και κάποιον
σπάταλον Μάη, στα νιάμερα, γίνηκε μέγα θάμα.
Στο μνήμα το μοσκόβολο ξεφύτρωσε άσπρος κρίνος.
Απάνου στα κρινόφυλλα χρυσογραμμένα λόγια
διαβάζονταν ολόλαμπρα: Χαίρε, Χαριτωμένη!
Κ’ ήτανε κάτι αφάνταστο και η μυρουδιά του κρίνου
Τρέχει, φωνάζει ο Γούμενος: – Σκάφτε, παιδιά μου, ανοίχτε
το μνήμα, Θάμα! Κύριε, μεγάλη η δύναμή Σου!
Τάχα κι από πού να ’ρχεται, τάχα και πού να πάει
τάχα και πού η χρυσοπηγή της χάρης που ανάβει
απ’ την Κυρά Αειπάρθενο; – Και σκάψανε κι ανοίξαν·
από το στόμα του νεκρού να ο κρίνος, φουντωμένος!
Και σα ν’ αργοψιθύριζε το στόμα του και μέσα
στο μνήμα το τραγούδι του! -Χαίρε, Χαριτωμένη!-
Το πήραν ευλαβικά το λείψανο, το ψάχνουν
και βρίσκουν την κρινόριζα μέσ’ στην καρδιά του αγίου…
Και στην καρδιά καταμεσής, απίστευτα γραμμένη,
της Παναγιάς η ζωγραφιά. Χαριτωμένη, Χαίρε!
«Ανθολογία», εκλογή: Γ.Κ. Κατσίμπαλη και Ανδρέα Καραντώνη, χ.χ. σ.σ. 184-187
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Κυρά των Αμπελιών
…των Αμπελιών, που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευκόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα τα σπίτια των αϊτών και των τσοπάνων,
πάνου στη φούστα σου ο αυγερινός διάνευε τους πλατιούς ίσκιους των
κληματόφυλλων, δύο αγουροξυπνημένες μέλισσες κρεμόντανε στ’ αυτιά σου σκουλαρίκια
Και τα πορτοκαλάνθια σου έφεγγαν τη μαύρη, την καμένη στράτα.
Κυρά μελαχροινή, που η αντηλιά σου χρύσωσε τα χέρια σαν της Παναγιάς
το κόνισμα….
«Σπύρου Κοκκίνη: Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης», Βιβλιοπωλείο της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου και Σία Α.Ε. 2004, σ.σ. 538 και 540
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Την Παναγία την Κουνίστρα
Εις όλην την χριστιανοσύνη
μία είναι μόνη Παναγία αγνή,
Κόρη παιδίσκη, Άσμα Ασμάτων
χωρίς Χριστόν, Θείο παιδί στα χέρια,
και τρεφομένη με Αγγέλων άρτον.
Εσύ ’σαι η μόνη Παναγία Κουνίστρα,
που εφανερώθεις στης Σκιάθου το νησί
εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη
κι αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν.
Εφανερώθεις κι όλος ο λαός
μετά θυμιαμάτων και λαμπάδων
εν θεία λιτανεία σε παρέπεμψε
κι εσήκωσεν ωραίον λευκόν ναόν,
που με πιατάκια ελληνικά σού στόλισε.
Κι όλος ο ήλιος έλαμπε εις τον ναόν σου
και φως το πλημμυρούσε μαργαρώδες
όλα τ’ αστέρια εφεγγοβολούσαν
και η σελήνη εχάιδευε γλυκά
τα απλά της εκκλησίας σου καντηλάκια.
Κι είδες η Κόρη του λαού την πίστιν
είδες την πτώχειαν κι ευσπλαγχνίσθης,
όπως το πάλαι είχε σπλαγχνισθή ο Υιός σου
τους προγόνους του ίδιου του λαού,
ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα.
Κι άρχισες να γιατρεύεις τους αρρώστους
και να γιατρεύεις τους δαιμονισμένους,
(που ήρχετο ώρα κι εις τους τοίχους εκτυπώντο
με φοβερόν συγκλονισμόν)
κι άρχισες, θεία, να θαυματουργείς.
Κι η χάρη σου ξαπλώθηκε ως τα πέρατα
του ειρηνικού νησιού της Σκιάθου,
ω, Παναγιά μου, κόρη πάναγνη, καλή.
Κι ίσως να φτάσει κι ως εμένα και ν’ απλώσει
γαλήνη στην ψυχή μου την αμαρτωλή.
«Ημερολόγιο της Μεγαλόχαρης», 1971, σ.σ. 62-65
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Δεκαπενταύγουστος του 1940
Ω, Εσύ των Ουρανών η πλατυτέρα,
που αγκάλιασες τα έθνη και τους λαούς,
των λαών και των εθνών η θεία Μητέρα,
π’ όλους της γης ξεχείλισες τους ναούς.
Μάνα, π’ αγνάντια μου είσαι ως θερισμένη
απ’ αστάχυα χλωμότατη πλαγιά,
κ’ είσαι κ’ η Ελλάδα, κ’ είσαι η Κοιμωμένη
με σταυρωτά τα χέρια Παναγιά·
Μάνα, που ο νους Σου μοναχά το ξέρει
αν, αντίκρυ στην αγία Σου εντολή,
η καρδιά μου δεν είναι ως περιστέρι
αθώα, δοκιμασμένη και καλή.
δώσε την ώρα τούτη (κ’ είναι τώρα
π’ αγγίζουμε τον ύστερο βυθό
κι αργοσημαίνει η προαιώνια ώρα)
στην άγια εντολή Σου να σταθώ
ανύσταχτος, στην άκρη γινώμενος
αγρύπνια μιαν απέραντη ματιά,
σαν ο Ιησούς Χριστός Εσταυρωμένος,
σαν οι Άγιοι Παίδες μέσα στη φωτιά!
«Λυρικός βίος», τόμ. Ε’, Αθήνα 1968, σ.σ. 123-124
ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Δ.
Η Παναγιά των λουλουδιών
Στην Παναγιά της άνοιξης είν’ η ψυχή ταμένη,
στα φρέσκα φύλλα του κήπου ριγεί η πνοή σου
κι ο Αρχάγγελος του μεγάλου κάμπου
πέρασε χτες βράδυ
(φτερουγώντας σαν άσπρο λάβαρο στον αγέρα)
να πάει μακριά το μήνυμα της νέας ζωής,
να φτάσει με την ασημένια χαραυγή
στους κήπους της Παναγιάς των Λουλουδιών.
«Ποιήματα – Δυο εποχές», Αθήνα, σ. 177
ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Χαίρε, Μαρία
Στα μάτια σου
ο γαλάζιος ουρανός του νησιού μας
στα μαλλιά σου πλέκει στεφάνι ο ήλιος
η φωνή σου γεννήθηκε με τα λουλούδια
η φωνή σου νανουρίζει τα παιδιά της γης
το πρόσωπό σου σαν την ημέρα που σβήνει στα κύματα
μάνα, που χύνεις δάκρυα για τον ήλιο
για τα δέντρα για τα πουλιά για τη θάλασσα
και για τ’ αθώα παιδιά που σταυρωθήκαν,
μάνα των ορφανών της γης
και των θλιμμένων η πορεία
η φωνή σου
Χαίρε, Μαρία!
«Ποιήματα 1938-1958», Αθήνα 1971, σ. 24
ΦΕΡΟΥΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Μαρία Θαλασσινή
Με την Παναγιά χέρι-χέρι
περπάτησα το Αιγαίο
Βγήκα στις ακτές του Νοτιά
και στ’ ακρωτήρια των ανέμων
πήρα βήμα βήμα
τα μελτέμια των καρδιών
κι έφαγα μαζί τους νεράτζι θαλασσινό
Αίμα και πάθος
στα περβάζια των σπιτιών
Γιρλάντες με την πίκρα κρεμασμένες
Και στα κατώφλια
αγκαλιές και χωρατά
σα βλέπαν τη Μαρία στον αγέρα
Στάθηκα σε κάθε τύψη και λυγμό
Άγγιξα τις άσπιλες πληγές
Ανέβηκα στις στέγες των ναών
κι είδα τη δίψα της μητέρας των καημών
και τον αχό του ναύτη
Αταίριαστα φεγγάρια κι αναφιλητά
Μεγάλες πέτρες στα παράθυρα του ήλιου
Ταξίδια χωρίς θύμησες
Κι ολόγυμνες σκιές
Ολάκερη ζωή ένα καρτέρι
Αμυγδαλιές τα φουσκωμένα μας πανιά
Και στα μουράγια των νησιών
δένουν τις πλώρες τ’ άστρα
Μα μες στ’ αμπάρια δάκρυ κι οιμωγές
και στα ιστία όρκοι κι αρμύρες
Με την Παναγιά χέρι χέρι
περπάτησα όλο το Αιγαίο
Στα μάτια της
είναι γραμμένα δρομολόγια και τόξα
Θαλασσινή γλαυκή Κυρά
είσ’ ο μαγνήτης κι η βελόνα της πυξίδας
Είσαι η σάρκα του αγέρα που φυσά
Χαίρε, τιμόνι της καρδιάς
και της ελπίδας.
«Η Τρίτη Ώρα», Αθήνα 1980, σ. 27
Πηγή άρθρου και εικόνων: http://ikivotos.gr/