«Η μνήμη απέναντι στη λήθη»: Μια εξομολόγηση του Νίκου Δαββέτα
Μερικές φορές, ένα βιβλίο δεν γράφεται — υπαγορεύεται. Όχι από τη φαντασία, αλλά από την ανάγκη. Από τη σιωπή που αφήνει πίσω της μια φθίνουσα παρουσία. Ο Νίκος Δαββέτας, με αφορμή την ασθένεια της μητέρας του, έγραψε ένα βιβλίο που κινείται αριστοτεχνικά στο μεταίχμιο ανάμεσα στο αληθινό και το επινοημένο· ανάμεσα στην εξομολόγηση και τη λογοτεχνική επεξεργασία.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλά με λεπτότητα, ακρίβεια και συγκίνηση για τη μητέρα του, για τις αφηγήσεις της από τις γυναικείες φυλακές, για τη σκληρή καθημερινότητα που την καθόρισε — και τελικά για τη σχέση τους, που μέσα από τη φθορά της μνήμης βρήκε νέα γλώσσα στη γραφή.
Ένα βιβλίο που δεν καταγράφει απλώς ένα βίωμα, αλλά το μεταπλάθει σε κάτι που αντέχει στον χρόνο. Και μια συνέντευξη που αναδεικνύει πώς η λογοτεχνία μπορεί να γεφυρώσει ακόμα και το πιο οδυνηρό χάσμα.
Επιμέλεια συνέντευξης: Βασιλική Ευαγγέλου-Παπαθανασίου
Τι σας ώθησε να καταγράψετε αυτή την ιστορία; Ήταν ανάγκη μνήμης, εξομολόγησης ή λογοτεχνικής διερεύνησης; Πότε αρχίσατε να καταλαβαίνετε ότι το προσωπικό βίωμα με τη μητέρα σας μπορούσε να γίνει βιβλίο;
Δεν είχα την πρόθεση να καταγράψω την ιστορία της μητέρας μου, ούτε να ασχοληθώ με το κοινό μας παρελθόν. Κατά κάποιο τρόπο αυτό το βιβλίο το «υπαγόρευσε» η ασθένεια της μητέρας μου. Από την στιγμή που την επισκέφθηκε ο Δρ. Αλτσχάιμερ, ως ασθενής πιά, άρχισε να μου εξομολογείται, χωρίς ειρμό και σκέψη, στιγμές του επαγγελματικού της βίου. Κι εδώ ήταν πιο ενδιαφέρον: Η μητέρα μου δουλεύοντας για χρόνια ως σωφρονιστική υπάλληλος στις γυναικείες φυλακές είχε ένα απόθεμα δύσκολων και επώδυνων αναμνήσεων που ξαφνικά αποφάσισε να μοιραστεί μαζί μου.
Στο βιβλίο αναφέρετε ότι η μητέρα σας θυμόταν με ακρίβεια κρατούμενες και γεγονότα, παρότι έπασχε από Αλτσχάιμερ. Πώς ερμηνεύετε αυτή τη διατήρηση των μνημών;
– Η μητέρα μου θυμόταν ελάχιστα πράγματα από το πρόσφατο παρελθόν, μπορούσε όμως να θυμηθεί με ακρίβεια τι είχε κάνει πριν πενήντα και εξήντα χρόνια. Θυμόταν κρατούμενες με τα μικρά τους ονόματα, στοιχεία του φακέλου τους, αδικήματα και δίκες. Περίεργο, ίσως επιστημονικά αρκετά ενδιαφέρον, μα και τόσο ανθρώπινο.
Γράφετε ότι δεν ξέρετε αν αυτό που φτιάξατε είναι μυθοπλασία μεταμφιεσμένη σε εξομολόγηση ή το αντίστροφο. Πόσο δύσκολο ήταν να ισορροπήσετε ανάμεσα στο αληθινό και το φανταστικό;
Τρομερά δύσκολο. Ήταν ένας διαρκής αγώνας με τη γλώσσα γιατί ο σκοπός μου βέβαια ήταν να φτιάξω ένα κείμενο λογοτεχνικό όχι μια αυτοβιογραφική κατάθεση ή την βιογραφία της μητέρας μου. Έτσι πολλά κεφάλαια του βιβλίου βασίζονται σε ένα πραγματικό συμβάν αλλά η εξέλιξη έχει μεγάλες δόσεις μυθοπλασίας.
Υπήρχαν σημεία που νιώσατε την ανάγκη να προστατέψετε πρόσωπα ή μνήμες αλλάζοντας στοιχεία;
Φυσικά, κάποια φορές αυτό είναι αναγκαίο για να προστατέψεις τη μνήμη άλλων ανθρώπων, άγνωστων, όπως και τους συγγενείς τους από δυσάρεστες αναδρομές στο παρελθόν.
Τι μάθατε από τη μητέρα σας μέσα από την ασθένειά της που δεν είχατε καταλάβει όσο ήταν υγιής;
Το κυριότερο, το πόσο βαθιά την είχε σφραγίσει αυτή η δουλειά στις φυλακές, ο διορισμός της και η αποδοχή του, που έγινε καθαρά για λόγους επιβίωσης τη δεκαετία του εξήντα και μετά την «παγίδευσε» σε έναν κόντρα ρόλο με τον οποίο δεν συμφιλιώθηκε ποτέ. Αλλά εδώ μου δίνετε την αφορμή να σας εξομολογηθώ ότι έμαθα κι εγώ καλύτερα τον εαυτό μου, το πόσο «βάρυνε» η επιλογή της τα παιδικά μου χρόνια και τελικά το πόσο καθόρισε τον δικό μου ψυχισμό. Από αυτή την οπτική ίσως της χρωστάω ένα ακόμη βιβλίο!
Η νόσος του Αλτσχάιμερ σάς έφερε πιο κοντά ή δημιούργησε μια απόσταση που μόνο η γραφή μπορούσε να γεφυρώσει;
Ωραία ερώτηση. Νομίζω το δεύτερο. Γενικά η ασθένεια δημιουργεί ένα χάσμα επικοινωνίας, σταδιακά μια άβυσσο που σε χωρίζει για πάντα από το αγαπημένο πρόσωπο και τότε το μόνο που απομένει είναι η καταφυγή στις λέξεις, στην γραφή, στη λογοτεχνία, σαν μια ύστατη απελπισμένη προσπάθεια να διασώσεις τη μοναδική σχέση που είχατε κάποτε.
Υπάρχει κάποιο στιγμιότυπο από την περίοδο της ασθένειας που δεν μπήκε στο βιβλίο αλλά κουβαλάτε πάντα μαζί σας;
Όχι μόνο ένα. Πολλά, μα καλώς δεν μπήκανε. Ας μείνουν στη μνήμη μου μόνο.
Πώς βιώσατε τη διαδικασία της συγγραφής; Ήταν επώδυνη, λυτρωτική, αποκαλυπτική;
-Όλα μαζί. Στην αρχή αποκαλυπτική, όσο προχωρούσε η αρρώστια γινόταν επώδυνη, στο τέλος, μετά τον θάνατό της λυτρωτική.
Τι θα λέγατε σήμερα στη μητέρα σας, αν μπορούσατε να της διαβάσετε αυτό το βιβλίο;
Μαμά τα καταφέραμε!

