Η κούκλα
Όταν ήμουν μικρή, είχα μια κούκλα.
Για την ακρίβεια είχα πολλές κούκλες, αλλά δεν είχα αδέρφια.
Και επειδή δεν είχα αδέρφια , έπαιζα συνέχεια με τις κούκλες,
με έναν ιδιαίτερο όμως τρόπο: Τις κατέστρεφα!
Έβγαζα χεράκια, ποδαράκια, κεφαλάκια και τα πετούσα κάτω από τη βεράντα του σπιτιού μου.
Ως άλλος ένας, καλά, μικρός, «μανιακός», δολοφόνος,
Υπήρχε όμως μία κούκλα, μια συγκεκριμένη κούκλα που δεν κατάφερα ποτέ να καταστρέψω και δεν τα κατάφερα, επειδή στην ουσία ποτέ δεν θέλησα.
Και δεν ξέρω και τι πραγματικά ξεχωριστό μπορεί να είχε, ποιο μπορεί να ήταν εκείνο το «ζωτικό» χαρακτηριστικό της. Ξέρω μόνο, πως ακόμη κι αν από συνήθεια προσπάθησα να την καταστρέψω, ουσιαστικά ποτέ μα ποτέ, δεν τα κατάφερα. Σε κάθε πιθανή «ρωγμή» που της προκαλούσα, έκλαιγα και καλούσα απελπισμένη, σε βοήθεια.
Όταν ήμουν μικρή, είχα μια κούκλα.
Μια κούκλα πολύ όμορφη.
Φορούσε κόκκινο και λευκό.
Είχε καπέλο και κορδέλα διαγώνια.
Πορσελάνινη, με μακριά ξανθά μαλλιά και μπούκλες, μέχρι την πλάτη.
Μπορούσε να περπατάει και να μιλάει,
ήταν σα να είχα αδέρφια.
Με καθοδηγούσε πολλές φορές και εγώ αρνιόμουν να ακολουθήσω, πιστεύοντας πως καθοδηγώ.
Πρέπει να χαμογελούσε, όταν ηθελημένα, μου το επέτρεπε.
Ηταν μια αξιοζήλευτη, ζωντανή, πορσελάνινη κούκλα που με κοιτούσε, την κοιτούσα και μιλούσαμε δίχως φόβο, σθεναρά.
Ζήσαμε πολλά πράγματα και καταστάσεις μαζί.
Όμορφες και άσχημες συνθήκες, μας ένωσαν.
«Μεγάλωσες», μου είπε μια μέρα και «πρέπει να σε αποχαιρετήσω»
Λυπήθηκα. Της είπα στη γλώσσα μας, «μπορώ ακόμη να σε κρατήσω».
Θα έβρισκα τον τρόπο.
Ήξερα σε κουτί δεν θα έμπαινε ξανά, ούτε σε κάποια γωνία ή σε κάποιο κρεβάτι για πάντα θα κατοικούσε. Και να πάει αλλού, δεν ήθελε. Με εμένα ένιωθε πως η αποστολή της, στον κόσμο αυτό, έπρεπε να κλείσει.
Κάλεσα πολλές φορές σε βοήθεια, στην αρχή δεν την άφηνα να φύγει, μα ένα δάκρυ στα γαλανά της μάτια μου έδειξε, πως ο ωκεανός της την περίμενε και όφειλα να την αφήσω την πόρτα αυτής της πύλης, η ίδια, να την κλείσει.
Την αποχαιρέτησα με δάκρυα και αναστεναγμούς, μα με μια αγάπη που δεν έλεγε να λυγίσει. Την ξέχασα μεγαλώνοντας, αρνούμενη, να δεχτώ πως την «φυγή», εγκατάλειψη, την είχα βαφτίσει.
Και μετά σαν πέρασαν τα χρόνια, ανακάλυψα, κατά συνέπεια,
τον λόγο που τόσο την είχα αγαπήσει.
Κάποιος πολύτιμος, στερήθηκε ψωμί και τυρί για να μου την δωρίσει.
Κι ήταν τα μόνα που είχε για να φάει.
Γιατί όταν ήμουν μικρή,
Είχα μόνο μία κούκλα συναισθηματικά ακριβή κι αυτό η ψυχή, μπορούσε να το αναγνωρίσει.
Ήταν πολύτιμη γιατί δημιουργήθηκε από τη βασική στέρηση ενός ανθρώπου, που γεννήθηκε από την ανάγκη του, να μου τη δωρίσει..
Για να χαμογελάω και να μην καταλαβαίνω το γιατί.
Απλώς να νιώθω…
Και να νιώθω….
Κι η ανάγκη αυτή, να είναι η Ζωή.
Όταν ήμουν μικρή, είχα μια κούκλα, μα ήταν ο θησαυρός μου!
Και σήμερα, γεννιέται ξανά.
Στις αλληγορίες μου, στις θύμησές μου, στα παιδιά μου όνειρα.
Χαλάλι!
H Κούκλα – Κική Κωνσταντίνου