Η «καύλα»
… του άρεσε να περπατά στην απόκρημνη ακτογραμμή ,να βλέπει το κύμα να σκάει από ψηλά στο βάθος του γκρεμού , να κατεβαίνει μέχρι κάτω , να το αγγίζει , με τα ρούχα να μπαίνει μέσα του , να το κάνει δικό του , ολόδικό του , χωρίς σκοινί , χωρίς γάντζους , χωρίς ασφάλειες .
Είχε βγάλει την μπλούζα την είχε κρεμάσει στη ζώνη της χακί βερμούδας του , κάθισε εκεί στην άκρη του γκρεμού ,ακούμπησε την γυμνή του πλάτη στην αγκαλιά στο τοίχωμα του βράχου .
Ο ήλιος περιδιάβαινε στο στήθος του ,το απολάμβανε !!! ένα αεράκι , όλο νάζι , κυλιόταν στο βράχο εκεί που είχε βάλει όλο του το κορμί σαν να του έκανε κόρτε.
Αγαπούσε αυτή τη διαδρομή την έλεγε «καύλα» και ήταν η δικιά του , η καύλα του , μόνο εκείνος γνώριζε τα «βίτσια» της , τις «κοψιές» της , τα κρυφά σημεία της , τα απόκρυφα της …όλα , δεν άφηνε κανένα να την περπατήσει επάνω της , μόνο εκείνον .
Αφέθηκε στις θωπείες απ’ τ’ αεράκι , στα γλυκά ηδονικά δαγκώματα από τις αχτίνες του ήλιου , κατέβασε το γείσο απ’ το καπέλο , λίγος ιδρώτας έκανε την εμφάνισή του στο στέρνο ,μια βαθιά ανάσα ,σαν βογγητό εκσπερμάτωσης βγήκε-πετάχτηκε βίαια .
Δεν έκλεισε τα μάτια , δεν τα έκλεινε ποτέ , του άρεσε να την βλέπει , να τα γράφει να τα καταγράφει ,να θυμάται , κάθε κίνηση κάθε λίκνισμα , άνοιξε την παλάμη , τ’ αεράκι τύλιξε τα δάχτυλά του , το χάιδεψε και εκείνος με τη σειρά του.
Το κύμα , κάτω στο βάθος , κράταγε ρυθμό , πότε αργά βασανιστικά , πότε βιαστικά ανυπόμονα , πότε έντονα , ήταν ο ακούραστος εραστής των βράχων , κάτω στο βάθος , βαθιά όλο και πιο βαθιά μέσα τους , επάνω τους …κατάσαρκα .
Κοίταξε ψηλά ,δυο γεράκια έκαναν κύκλους ερωτοτροπώντας στο γαλάζιο τ’ ουρανού , όλα έρωτας , όλα!!!
Αυτή η διαδρομή , ήταν μιά «καύλα» , το γνώριζε και η ίδια , με χίλια , έκανε τα πάντα να του πάρει τα μυαλά , και το κατάφερνε , η ρουφιάνα το κατάφερνε !!!
Έσυρε την χούφτα του στον βράχο ,έτσι ξαπλωμένος όπως ήταν, στον άγριο σκληρό βράχο , άρχισε να μαζεύει μικρές πετρούλες , μία , δυο , τρεις …, τις έσφιξε μέχρι να πονέσουν , δεν παραπονέθηκαν τους άρεσε , με μια γρήγορη κίνηση τις έχωσε στην τσέπη , ή εγώ ή εσείς …σκέφτηκε .
Το κύμα τον φώναζε , ανυπομονούσε να τον πάρει και εκείνος το ίδιο , με μια βουτιά από ψηλά , βυθίστηκε στην αγκαλιά του .-
Γιάννης Ποταμούσης