Γυναίκα χωρίς όνομα
γεννήθηκα σαββατόβραδο και όλοι είπαν πως θα ‘μουν τυχερή…
μου ‘δωσαν ένα όνομα, όμως το ξέχασαν γρήγορα, ‘μικρή’ με φώναζαν όλοι, πολλά κορίτσια στη σειρά, ποιος να θυμόταν…
τα χέρια μου ματωμένα από πάντα τα θυμάμαι, στα ζώα, στα ξύλα, στις πατάτες, στην πάστρα …
μικρά τα όνειρα, ένας άντρας καλός, ένα όμορφο φουστάνι, δυο παιδιά μαυρομάτικα με γεμάτο στομάχι…
ναι, την ήξερα την ιστορία μας… μου τα’λεγε η νενέ μου η μαυροφορεμένη …τρία αδέλφια σφαγμένα , η μάνα ξεκοιλιασμένη και ο πατέρας της να σαπίζει κρεμασμένος έξω από την εκκλησιά…
έφυγα αφήνοντας πίσω τρία παιδιά … και το ψωμί λιγοστό εκεί… η Ελλάδα μια μεγάλη αγκαλιά, έτσι έλεγαν, τους δεχόταν όλους…
κανείς δεν ήξερε το όνομά μου… τους φαινόταν δύσκολο… Γαρυφαλιά , με’ λεγαν κάποιοι, Μαρία οι περισσότεροι…. σιωπούσα…
πάλι τα χέρια ματωμένα… χωρίς χαρτιά κι έπρεπε να κάνω όλες τις δουλειές… κούρεψα πρόβατα… μάζεψα ελιές…. έλιωσα μέσα σε θερμοκήπια… ξελέπισα ψάρια …. έπλυνα πιάτα….
ύστερα ήρθε η μεγάλη πόλη… εκεί θα χαθείς… κανείς δεν θα σε προσέχει… δεν έχεις χαρτιά…
έπλυνα σκάλες, ρούχα, σπίτια, ανθρώπους… είκοσι πέντε χρόνια
… υπόγεια σκοτεινά… κρεβάτια σκληρά… φαγί λιγοστό…
να τα στείλω όλα ‘πίσω’… στα παιδιά μου… στα εγγόνια που δεν είχα γνωρίσει…
οι άνθρωποι άλλοι καλοί… άλλοι κακοί… άνθρωποι…
άκουσα βρισιές… άκουσα και ευχές… κράτησα χέρια γέρων που ξεψυχούσαν… χτύπησα άλλα που νόμισαν πως τους ανήκα γιατί δούλευα για κείνους… έκλεισα μάτια… ξεσκάτισα κώλους… τάισα και κανάκεψα γριές όπως δεν είχα κάνει στα παιδιά μου…
χόρτασα από φαγί και ζέστη… πείνασα από παρέα και λόγια στη γλώσσα μου…
είκοσι πέντε χρόνια μακριά από όσους αγαπούσα…
είκοσι πέντε χρόνια χωρίς χαρτιά… πατρίδα… παιδιά… χωρίς αγάπη
μια γυναίκα είπαν στα κανάλια… στις εφημερίδες…
μια γυναίκα χωρίς χαρτιά…
γεννήθηκα ένα Σάββατο… πέθανα ένα Σάββατο… χωρίς χαρτιά… χωρίς όνομα…
μια γυναίκα από την Αρμενία…
μια γυναίκα…
Μαίρη Κοντζογλου
https://www.facebook.com/mkontzogloutsiachtsirehttps://www.facebook.com/mkontzogloutsiachtsire