Δωμάτιο 1403
«Η ώρα είναι 6 το απόγευμα, μπαίνω στον θάλαμο με 4 ήλιους, μοιράζω στους συνοδούς των ασθενών από έναν»
Δωμάτιο 1403
Μάνα ηρωίδα, στα 63 της, ξαφνικά να πολεμάει το θεριό, η εισαγωγή γίνεται με πυρετό 38 και δύσπνοια, χορηγείται οξυγόνο και διάφορες αντιβιώσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί η λοίμωξη…μια λοίμωξη ακόμα χωρίς όνομα
17:22 Επεσα κατάκοπη στο κρεββάτι μου, θες η κούραση, η υπερένταση, όσα πέρασα και είδα και μύρισα εκείνο το βράδυ, δεν κατάφερα να κλείσω μάτι και το μεσημέρι. Με το που ξάπλωσα ένας λυγμός ήρθε και γέμισε τα μάτια μου με δάκρυα. Ενιωσα να πνίγομαι και η μόνη διέξοδος ήταν το κλάμα. Εκλαψα πολύ και έπειτα σηκώθηκα, σηκώθηκα και αποφάσισα να γράψω για όλα αυτά που βίωσα. Αγιος Σάββας, δωμάτιο 1403. Νοσηλεύεται η μητέρα μου Χριστίνα, μετά από επιπλοκές της 5ης χημειοθεραπείας. Τριπλά αρνητικός καρκίνος του μαστού. Μάνα ηρωίδα, στα 63 της, ξαφνικά να πολεμάει το θεριό, η εισαγωγή γίνεται με πυρετό 38 και δύσπνοια, χορηγείται οξυγόνο και διάφορες αντιβιώσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί η λοίμωξη… μια λοίμωξη ακόμα χωρίς όνομα. Ο θάλαμος είναι τετράκλινος, άλλες τρεις ηρωίδες παλεύουν για τα αυτονόητα, δικαίωμα στην ζωή. Η μητέρα μου είναι «καλύτερα» απ’ όλες. Η ώρα είναι 6 το απόγευμα, μπαίνω στον θάλαμο με 4 ήλιους, μοιράζω στους συνοδούς των ασθενών από έναν. Φίλησα στο μέτωπο τη μαμά και της έδωσα τον δικό της. Ολες έσκασαν ένα χαμόγελο ελπίδας, είδες στα μάτια τους μια λάμψη και μία έκφραση «υπάρχω, κάποιος δεν με έχει ξεγραμμένη». Η Αλμα στα δεξιά της μητέρας μου, πιο σοβαρά από όλες, τελευταίο στάδιο, μόλις άνοιξε τα μάτια… της έσκασα ένα χαμόγελο, της έδειξα τον ήλιο, με κοίταξε με βλέμμα… «ΩΩΩΩΩ» – το βλέμμα της φώναζε «σώστε με, λυτρώστε με»! Ως μητέρα έχω αστειευτεί πολλές φορές με την έκφραση, τα έχω δει όλα, τα έχω μυρίσει δεν φοβάμαι τίποτα. Πόσο λάθος έκανα.
Εκεί στο δωμάτιο 1403 μύρισα τον θάνατο, είδα την εξαθλίωση, άκουσα τον πόνο, τον θρήνο, γεύτηκα την ζωή και είδα ξεκάθαρα πως ο θάνατος μπορεί να είναι και η λύτρωση. Το προσωπικό λιγοστό, οι ελλείψεις σε υλικά τεράστιες, όλοι καταβάλλουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να κάνουμε την ζωή των ανθρώπων μας καλύτερη, ίσως και λίγο χαρούμενη. Προσπαθώ να αποσπάσω την προσοχή της μητέρας μας γιατί την βλέπω να πέφτει ψυχολογικά. Εχει καρφωθεί το βλέμμα της στην Αλμα, διάβαζα την ματιά της, «Τι με περιμένει;». Βγάζω την βούρτσα μου και πάω να της χτενίσω τα μαλλιά, σκάνε στα γέλια και οι τρεις τους καθώς βλέπουν ότι δεν έχει μαλλιά για να τις βουρτσίσω! Τρία δευτερόλεπτα κράτησε το χαμόγελο. Εκείνη τη στιγμή, έφεραν σηκωτή τη μάνα της Αλμας, μία κυρία 85 ετών υποβασταζόμενη, να χαιρετίσει την 50χρονη κόρη της.
Στο δωμάτιο 1403 έπεσε σιγή, τα μάτια βούρκωσαν, γιατροί και νοσηλεύτριες κρύφτηκαν πίσω από παραβάν, η θλίψη της ήταν διάχυτη, μας διαπέρασε όλες, θαρρώ άκουσα τους τοίχους να ραγίζουν. Εσκυψε πάνω της, μουρμουρίζοντας στην γλώσσα τους διάφορα, ήταν από την Γεωργία, αλλά η γλώσσα της απώλειας ενός παιδιού είναι κοινή. Τράβηξα την κουρτίνα, δεν ήθελα να βλέπει άλλο η μαμά μου. Οι νοσηλεύτριες πήγαιναν κι έρχονταν, αλλάζοντας τα φάρμακα και τα μπουκάλια συλλογής ούρων. Η ώρα έχει φτάσει 22:00 και νιώθω πιο κατάκοπη από ποτέ. Πώς θα βγάλω την νύχτα …; Κάποια στιγμή φεύγει ένα σωληνάκι από την κυρία Μαρία, μυρωδιά ούρων απλώθηκε στο δωμάτιο, η συνοδός της είχε φύγει, ήταν μόνη της. Τρέχω φωνάζω μία νοσηλεύτρια, είμαι μόνη μου… :«όταν δώσω όλα τα φάρμακα θα έρθω». Γυρνάω στον θάλαμο, βάζω γάντια, βιδώνω το σωληνάκι. Η διαρροή σταμάτησε αλλά η κυρία Μαρία θα μύριζε ούρα μέχρι το πρωί, το ίδιο και ο θάλαμος. Ηθελα να βοηθήσω αλλά, η ώρα έχει φτάσει 11 και η μαμά μου, έχει ναυτία, ιλίγγους, παρενέργειες από τα κοκτέιλ φαρμάκων. Φτάνω γρήγορα δίπλα της… βγάζω το οξυγόνο, βουτάω μια σακούλα εμετού και μέσα καταθέτει τα σπλάχνα της… χωρίς ανάσα, με σπασμούς με ρίγος, πάνιασε … Τρομάζω, δεν είναι κάνεις εκεί… μου φάνηκε αιώνας, αλλά πρέπει να κράτησε 1 λεπτό. Την καθάρισα, την ξάπλωσα της έβαλα πάλι το οξυγόνο και προσπάθησα να την ηρεμήσω.
Η ώρα έφτασε 01:00 και επιτέλους έκλεισε τα μάτια της. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ξυπνάει η τρίτη, η κυρία Λουάνα η Ρωσίδα, (42 ετών συνομήλικη μου), πνίγεται… δεν μπορεί να μιλήσει, δεν είχα καταφέρει να κλείσω μάτι και την είδα άμεσα, η συνοδός της κατάκοπη είχε γύρει σε ένα κομοδίνο. Πάω την ταρακουνάω, πατάμε το κουμπί έκτακτής ανάγκης, σηκώνουμε την Λουάνα… βήχει, φτύνει ! Φτύνει αίμα… κομμάτια, έβγαζε κομμάτια από σώμα της. Μας έβγαλαν από το δωμάτιο, όταν ξαναμπήκαμε μας μίλησε για επιτόπιο χειρουργείο, της έβαλαν νέο σωληνάκι και επιτόπου ράμματα. Από τον πανικό που προκλήθηκε ξυπνάει η μαμά, την βλέπω να πανιάζει… κατάλαβα! Τρέχω δίπλα της και πάλι, σακούλα, συσπάσεις, κατάθεση υγρών στομάχου. Για ένα μόνο δευτερόλεπτο έπαθα ξανά πανικό και τον κατάπια πάλι ολόκληρο. Οχι, δεν σου επιτρέπεται να λυγίσεις εσύ. Επιτέλους μετά από 2 λεπτά και αφού δεν έχει μείνει τίποτα άλλο για να βγάλει… γέρνει πίσω εξαντλημένη. Την καθαρίζω, την βρέχω, της τρίβω χέρια και πόδια… της ψιθυρίζω «είμαι δίπλα σου, κοιμήσου». Γέρνω και εγώ στο κάτω μέρος του κρεβατιού, η ώρα έχει φτάσει 03:00
. Τα μάτια μου είναι κλειστά, αλλά όλες οι αισθήσεις μου στην τσίτα. Εχω συγχρονιστεί με την αναπνοή της μαμάς μου και της Αλμας. Ακούω και ελέγχω μην τελειώσει το νερό στο οξυγόνο τους. Ακόμα κλείνω τα μάτια και τις ακούω… Της μητέρας μου, ήρεμος σταθερός. Της Αλμας.. έντονος, βαρύς, κοφτός ακανόνιστος και ο πόνος… Αχ αυτός ο πόνος που έβγαινε από το κορμί της… Τα άκρα της πρησμένα και ωχρά, το στόμα της και τα νύχια της να βγάζουν κιτρινοκόκκινες εκκρίσεις. Βογκάει και ψελλίζει «μαμά» όλη την ώρα. Το μόνο που λειτουργούσε ήταν η καρδιά της, όσο χτυπάει θα ζει, είπαν οι γιατροί στους δικούς της. Αυθόρμητα παρακάλεσα για θάνατο, ο θάνατος είναι λύτρωση, δεν υπήρχε επιστροφή για την Αλμα, η κόρη της νωρίτερα με ρώτησε κλαίγοντας: – Γιατί δεν την παίρνει ο Θεός; – Δεν πιστεύω στον Θεό -της είπα-, εάν ήμουν γιατρός θα την λύτρωνα. – Εστω αυτό, γιατί δεν το κάνουν ; – Απαγορεύεται από τον νόμο- της είπα. Παρακάλα να φύγει … Πόσες φορές θυμήθηκα εκείνον τον δημοσιογράφο που προχώρησε σε ευθανασία στην Ελβετία, πόσο δίκιο είχε. Οι σκέψεις μου διακόπηκαν κάπου στις 03:30 από μία έντονη δυσοσμία κοπράνων… η παρά φύση παροχέτευση της Αλμας, είχε φύγει από την θέση της. Είχαν πληρώσει βραδινή νοσηλεύτρια, όπου και ξεκίνησε άμεσα την καθαριότητα… αλλά η Αλμα σε κάθε μετακίνηση βογκούσε. Ξύπνησε η μαμά… Αυτή την φορά ήμουν έτοιμη, η δυσοσμία στον θάλαμο ήταν τραγική πια, την σήκωσα, έβγαλα το οξυγόνο, τοποθέτησα την σακούλα και περιμέναμε… Οι σπασμοί του στομαχιού ήταν άκαρποι… τα είχε αδειάσει όλα νωρίτερα. Η ώρα 05:00 ακούω ουρλιαχτά και φωνές από έναν άλλον θάλαμο… σε λίγο περνάει η νοσηλεύτρια και μου είπε πως μόλις πέθανε μία κυρία. Το είπε τόσο φυσικά… άμεσα συνειδητοποίησα τι είχα βιώσει όλο το βράδυ, πόσες φορές το έχει ζήσει η ίδια. Είχε γίνει μέρος της ζωής της. «Σε αυτήν ήρθε η λύτρωση» σκέφτηκα αυθόρμητα. Γύρισα στη μαμά μου, την ξάπλωσα και πάλι, της χάιδευα τα χέρια μέχρι να κοιμηθεί… ο ήλιος χάραζε στο δωμάτιο 1403 του Αγίου Σάββα, και κάτι μέσα μου έχει αλλάξει για πάντα! Τέσσερις γυναίκες, διαφορετικής εθνικότητας, διαφορετικής ηλικίας, με μία κοινή ασθένεια, τον καρκίνο. Ο ανθρώπινος πόνος, αξιοπρέπεια και εξαθλίωση ταυτόχρονα, θλίψη και γέλιο, ζωή και θάνατος όλα αυτά διαδραματίστηκαν ΜΟΝΟ στο δωμάτιο 1403, και ΜΟΝΟ μέσα σε ένα βράδυ! –
Γιουλη Λειβαδίτη
Πηγή: Protagon.gr