Δεν ξέρω αν θα μπορούσες να την αγαπήσεις. Δεν ξέρω ούτε κι αν της αξίζεις.

Έπλενε την ψυχή της στο φεγγαρόφωτος και έκανε έρωτα με τις πρώτες ηλιαχτίδες του ξημερώματος. Δεν ήταν σαν τις άλλες. Ήταν διαφορετική. Μπορούσε να δει μια σπίθα μέσα στα κάρβουνα και να κάνει τα πάντα για να την φουντώσει. Συχνά δεν τα κατάφερνε. Ερωτευόταν την σπίθα που τρεμόσβηνε μέσα στα στάχτες. Το μόνο της ελάττωμα. Κυλιόταν μέσα τους να ζεσταθεί και λερωνότανε. Άτακτο παιδί , δεν την ένοιαζε να λερωθεί. Από μικρή στα χώματα και ξυπόλητη, αγαπούσε την φύση και δεν την ένοιαζαν τα σημάδια που θα της αφήσει. Δεν την ένοιαζαν οι λάσπες, τα αγκάθια, οι πέτρες. Έτσι ξυπόλητη ξαμολιόταν στους δρόμους που ερωτευόταν, έτσι και στους ανθρώπους που αγαπούσε. Έτσι απροστάτευτα γυμνή. Ως που να γυρίσει στο σπίτι με ματωμένα γόνατα σαν μικρό παιδί. Αγαπούσε τις αντιθέσεις, γι΄ αυτό αγαπούσε τα αστέρια. Πόσο φωτεινά μέσα στην νύχτα; Σαν να έπαιρνε η ελπίδα της σάρκα και οστά και όρθωνε το στήθος της σε κάθε αιματοβαμμένο στρατόπεδο που πλήγωνε το εσωτερικό του κρανίου της. Δεν ξέρω αν το είδες ποτέ σου. Ήταν διαφορετική. Δεν έβρισκε ουσία στις κοινές συζητήσεις, δεν ξεδιψούσε με έναν καφέ στο πιο γεμάτο μαγαζί στο κέντρο της πόλης, δε μεθούσε το μυαλό της με ποτά σε μαγαζιά άχαρου ξεφαντώματος, δεν ευχαριστιόταν εκεί που την μουσική δεν ήξερε πως να την χορέψει γιατί δεν μπορούσε να χορέψει το συναίσθημά της. Δεν τοποθετούσε σε σφεντόνες λέξεις γιατί έβλεπε τον καθένα ευαίσθητο όσο τον εαυτό της. Δε θυμόταν τίποτε που διάβασε ή άκουσε αν δεν ήταν κάτι που να την ενδιαφέρει. Θυμόταν το αγαπημένο σου φαγητό, κάθε λέξη που χρησιμοποίησες στο μήνυμά σου πριν πέντε μήνες, το πώς μισόκλεισες τα μάτια σου πριν το φιλί, τις ταινίες που σου έκαναν εντύπωση, τι είναι αυτό που σε πληγώνει, τους τίτλους των βιβλίων που έχεις στην βιβλιοθήκη σου και ας μην έχει διαβάσει κανένα. Θυμόταν. Γιατί την ενδιέφερε. Την ενδιέφερε τι είχαν οι άνθρωποι να πουν, κάθε φορά που μιλούσαν από την ψυχή τους. Θα την άκουγες με τέτοιο τρόπο ποτέ άραγε; Δεν ξέρω αν θα μπορούσες να την αγαπήσεις. Ήταν διαφορετική. Πέρα απ’ ότι έχεις συνηθίσει. Θα ήσουν έτοιμος να εγκαταλείψεις αυτόν τον κόσμο; Γιατί αυτή νιώθει πως δεν ανήκει εδώ. Θα την έβγαζες βόλτες εκεί που μόνο τα βήματά σας θα ακούγονταν τις ώρες που ο ήλιος θα ξάπλωνε πάνω στα ξένοιαστα κύματα και τις ώρες πριν το γλυκό σκοτάδι αγκαλιάσει τον αιματοβαμμένο ουρανό; Ώρες που θα ήθελες, όχι που θα έπρεπε. Θα της χάριζες ένα στίχο χωρίς οι πράξεις σου να φωνάζουν πως είναι μόνο δανεικός;
Θα χάραζες ένα τραγούδι πάνω στα χείλη της χωρίς να την πνίξεις με θόρυβο; Θα χαιρόσουν τον ήλιο της χωρίς να μετράς επικριτικά τις ηλιαχτίδες;
Τις μέρες που θα ένιωθε μικρή και αδύναμη γύρω από τα χέρια σου θα την έτρεφες με θέρμη ή θα την τσαλάκωνες και άλλο μέσα στη χούφτα σου;
Δεν ξέρω φίλε μου. Αν δεν είσαι εκείνη η στάχτη που συνήθισε να την λερώνει, αν είσαι νερό που καθαρίζει, τότε ίσως και ναι, να της αξίζεις.
anapnoes.gr
