Χρύσα Σταυροπούλου: «Ρεγγίνα: Η Βασίλισσα της Σκιάς και του Φωτός»
Στο μυθιστόρημα Ρεγγίνα, η αρχαία τραγωδία συνομιλεί με τον σύγχρονο ψυχισμό, το μυστήριο διαπερνά την καθημερινότητα και η γυναικεία εμπειρία φωτίζεται με τόλμη, ευαισθησία και βάθος. Η συγγραφέας μάς ξεναγεί στον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας της, εμπνευσμένη από τη Φαίδρα του Ευριπίδη, χτίζοντας ένα πολυεπίπεδο αφήγημα, όπου η επιθυμία, η ενοχή, η μνήμη και η αναζήτηση της αλήθειας γίνονται το υλικό ενός συναρπαστικού ψυχολογικού δράματος.
Επιμέλεια συνέντευξης: Βασιλική Ευαγγέλου-Παπαθανασίου
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλά με ειλικρίνεια για τη γέννηση της ιδέας, για τη σχέση της με τους χαρακτήρες, για την έρευνα πίσω από την πλοκή, αλλά και για τον δικό της «μικρό δαίμονα» που, όπως λέει, κινεί τελικά τον κόσμο. Ένα ταξίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι της ψυχής, που δεν αφήνει κανέναν αναγνώστη αλώβητο.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τη Ρεγγίνα; Υπάρχει κάποιο πραγματικό γεγονός ή πρόσωπο που ενέπνευσε την ιστορία;
Η Ρεγγίνα γεννήθηκε αρχικά μέσα από τη μορφή της τραγικής φιγούρας της Φαίδρας. Με ενέπνευσε το ερώτημα: πώς θα ήταν αυτή η ιδιαίτερη ηρωίδα του ποιητή αν ζούσε στη σημερινή εποχή; Από εκεί ξεκίνησε η πλοκή και σταδιακά άρχισε να διαμορφώνεται ένας χαρακτήρας με σύγχρονα χαρακτηριστικά, αλλά με την ίδια εσωτερική ένταση και ταυτόχρονα ευθραυστότητα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι η μόνη που με απασχόλησε. Όλοι οι γυναικείοι χαρακτήρες του βιβλίου εκπροσωπούν διαφορετικές εκδοχές της γυναικείας ταυτότητας και εμπειρίας, πρόσωπα οικεία που συναντάμε γύρω μας, καθεμία με τον δικό της τρόπο σκέψης, τα δικά της τραύματα και τις προσωπικές της αποφάσεις. Τις βλέπω σαν ψηλά δέντρα σ’ ένα δάσος που άλλοτε τα λυγίζει ο άνεμος άλλοτε τα λούζει το φως· το καθένα ξεχωριστό, αλλά όλα ριζωμένα στο ίδιο υπόγειο σύστημα. Και τελικά το “γενικό πλάνο” αυτού του τοπίου επιχειρεί να αποτυπώσει κάποιες από τις πολυδιάστατες εκφάνσεις της γυναικείας φύσης στον σύγχρονο κόσμο, όχι μόνο ως ατομική εμπειρία, αλλά και ως βαθιά, οργανική διασύνδεση μεταξύ τους.
Η Ρεγγίνα είναι μια ηρωίδα που προκαλεί διλήμματα. Τη συμπονάτε ως συγγραφέας ή την κρίνετε αυστηρά;
Η Ρεγγίνα είναι πράγματι μια ηρωίδα που γεννά διλήμματα, τόσο στους αναγνώστες όσο και σε μένα την ίδια. Όμως, δεν την κρίνω. Ο συγγραφέας σπάνια στέκεται απέναντι στους ήρωές του με διάθεση κριτική. Αντίθετα, προσπαθεί να τους καταλάβει, να ακούσει την εσωτερική φωνή τους, ακόμη κι αν δεν τη συμμερίζεται. Έτσι κι εγώ τη συμπονώ, τη νιώθω, προσπαθώ να κατανοήσω τους δρόμους που την οδηγούν στις πράξεις της. Ο ρόλος μου δεν είναι να αποδώσω ευθύνες σε εκείνη, αλλά να δείξω με καθαρότητα προς τα πού κατευθύνεται η δράση της και να αφήσω τον αναγνώστη να αναμετρηθεί με τις δικές του κρίσεις. Εξάλλου, αυτόν ακριβώς τον σκοπό υπηρετεί: λειτουργεί όχι μόνο ως αυτόνομη προσωπικότητα που αναζητά απαντήσεις, αλλά και ως μέσο αναγνώρισης της αλήθειας, που όπως στην αρχαία τραγωδία είναι παρούσα, αλλά πάντα δύσκολη να ανακαλυφθεί.
Γιατί επιλέξατε να εντάξετε το στοιχείο του μυστηρίου και του εγκλήματος στην πλοκή;
Επέλεξα να εντάξω το στοιχείο του μυστηρίου γιατί το μυστήριο είναι για μένα το καρύκευμα της ζωής. Αν η ζωή δεν περιβαλλόταν από αβεβαιότητα, υπαινιγμούς και σκοτεινά σημεία, θα ήταν προβλέψιμη και επίπεδη. Το στοιχείο του εγκλήματος από την άλλη πλευρά, εισάγει την ξαφνική ρωγμή, αποκαλύπτει τα μεγάλα μυστικά και φέρνει στο φως τα όρια των χαρακτήρων. Εξάλλου, ακόμη και στα λόγια του Ευριπίδη από όπου αντλείται η έμπνευση –τα οποία καταγράφονται απευθείας ή υποκρύπτονται στα λόγια των ηρώων του βιβλίου– το μυστήριο είναι παρόν: η απόκρυφη επιθυμία, η ενοχή, το ανείπωτο, το ψέμα, η παρανόηση. Όλα αυτά συνθέτουν ένα σκηνικό ψυχολογικής έντασης και ηθικών διλημμάτων. Το ίδιο προσπάθησα να μεταφέρω κι εγώ στη δική μου ιστορία, σε ένα σύγχρονο πλαίσιο, όπου το μυστήριο δεν είναι απλώς αφηγηματικό εργαλείο, αλλά τρόπος να φωτιστούν οι πιο κρυφές πτυχές της ανθρώπινης φύσης.
Ο τίτλος “Ρεγγίνα” είναι λιτός αλλά φορτισμένος. Πώς τον επιλέξατε;
Ο τίτλος «Ρεγγίνα» είναι πράγματι λιτός και φορτισμένος. Σημαίνει «βασίλισσα» και η ηρωίδα μου είναι ακριβώς αυτό: μια γυναίκα που δεσπόζει, που μαγνητίζει το βλέμμα, που κινεί τα νήματα της ζωής της (και συχνά και των άλλων), που καταφέρνει να επιβληθεί στο περιβάλλον της με τρόπο σχεδόν ανεξήγητο. Είναι το πρόσωπο που άλλοι θαυμάζουν, άλλοι φθονούν, και πολλοί θα ήθελαν να της μοιάσουν. Ζει μια ζωή που μοιάζει παραμυθένια, κατακτά τους στόχους της, πολλές φορές χωρίς να υπολογίζει το κόστος ή τουλάχιστον, όχι άμεσα.
Κι όμως, τίποτα δεν είναι ποτέ ακριβώς όπως φαίνεται. Το ερώτημα που αιωρείται είναι αν τελικά ελέγχει εκείνη το παιχνίδι ή αν είναι και η ίδια πιόνι ενός μεγαλύτερου σχεδίου δικού της ή ξένου. Το τέλος της ιστορίας, ανοιχτό και πολυσήμαντο, καλεί τον αναγνώστη να αποφασίσει: μπήκε ή δεν μπήκε τελικά στο σκάφος; Αν μπήκε, τότε ίσως η Ρεγγίνα θα συνεχίσει να υπάρχει κάπου αλλού, απρόβλεπτη και αινιγματική, έτοιμη να φέρει τα πάνω κάτω σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη ιστορία. Κι αν δεν μπήκε, τότε ίσως η κάθε Ρεγγίνα είναι απλώς μια σκιά, μια Ελένη, το αποτύπωμα μιας γυναίκας που θέλησε να γίνει βασίλισσα σε έναν κόσμο που δεν αντέχει τις βασίλισσες.
Πώς χτίσατε τη μορφή του «βοηθού» που αναζητά την αλήθεια μέσα από τα λόγια του Ευριπίδη; Είναι κάποια μεταφορά για τον ίδιο τον αναγνώστη;
Ο «βοηθός» είναι ένας επίδοξος συγγραφέας, ένας νεαρός που ξεκινά με τη φιλοδοξία να καταγράψει τις ζωές των άλλων, αναζητώντας την αλήθεια, αλλά στην πορεία αντιλαμβάνεται πως αυτή η αλήθεια δεν είναι ούτε σταθερή ούτε απλή. Είναι ένα πρόσωπο που εκπαιδεύεται βιωματικά: μέσα από την παρατήρηση, τις αποκαλύψεις, τα όνειρα, τη σχέση του με το «αφεντικό» του που τελικά μεταβάλλεται σε φορέα ώθησης προς την σοφία. Σ’ ένα περιβάλλον που αρχικά μοιάζει ξεπερασμένο, άγονο, περιοριστικό και καταναγκαστικό, καταφέρνει να μετατρέψει τελικά την εμπειρία του σε προσωπική υπέρβαση. Και στο τέλος, χωρίς να το περιμένει, κατακτά όχι μόνο τη γνώση αλλά και μια νέα εσωτερική ελευθερία.
Η παρουσία του Ευριπίδη στο έργο λειτουργεί σαν μια αόρατη κλωστή που διατρέχει αυτή τη μεταμόρφωση. Τα λόγια των τραγωδιών του, γεμάτα παλιά σοφία και διαχρονικά διλήμματα, λειτουργούν σαν καθρέφτης και οδηγός. Ο Ιππόλυτος, με τη σκοτεινή, αμφίσημη μορφή της Φαίδρας, γίνεται το αρχέτυπο πάνω στο οποίο χτίζεται η Ρεγγίνα, μια γυναίκα που είναι συγχρόνως θύτης και θύμα, επιθυμία και ενοχή, επιφάνεια και μυστήριο. Ο Ευριπίδης δεν έγραφε ποτέ απλούς χαρακτήρες: έγραφε ψυχισμούς που διαλύονται και ανασυντίθενται μέσα στην κρίση.
Μέσα σε αυτό το πλέγμα, ο βοηθός λειτουργεί σαν μια γέφυρα. Δένεται με τη ζωή και με τον μέντορά του, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί την απόσταση του ερευνητή. Και τελικά, όπως ο ίδιος ο αναγνώστης, καλείται να ξεχωρίσει την αλήθεια από την ψευδαίσθηση, τη μνήμη από την επινόηση, τον άνθρωπο από τον ρόλο, να αποκωδικοποιήσει δηλαδή τον συμβολισμό. Είναι η φωνή εκείνου που διαβάζει, που αμφιβάλλει, που διασχίζει τις σκιές για να βρει, ίσως, μια προσωπική ερμηνεία της πραγματικότητας. Και ο «γέρος» –ο Ευριπίδης ίσως της εποχής μας– αυτό το γνωρίζει από την αρχή.
Οι ήρωες έχουν παρελθόν, πάθη και ενοχές. Τι ρόλο παίζει η μνήμη και η λύτρωση στην αφήγησή σας;
Στο έργο, η μνήμη είναι μια αμφίσημη και ενεργή δύναμη. Δεν λειτουργεί απλώς ως ένα αρχείο καταγραφής του παρελθόντος, αλλά το διατηρεί, το αναδιαμορφώνει –συχνά το παραμορφώνει ή το εξιδανικεύει– και ενίοτε το μετασχηματίζει σε κάτι εντελώς νέο μέσα μας. Υπάρχει η αντικειμενική πραγματικότητα των γεγονότων, αλλά και η «υποκειμενική» πραγματικότητα της μνήμης, η οποία μεταβάλλεται ανάλογα με τις ανάγκες, τους φόβους ή τις επιθυμίες μας. Αυτό το αόρατο παιχνίδι ανάμεσα στην αλήθεια και την ανάμνηση γεννά ένα σύνθετο και ρευστό ψυχικό τοπίο για τους ήρωες.
Η λύτρωση, με τη σειρά της, δεν προέρχεται απαραίτητα από το να αποκτήσουμε ό,τι θέλουμε, αλλά από το να βρούμε αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε, κάτι πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό. Συνήθως μέσα από τη σύγκρουση με το παρελθόν, τις ενοχές και τα πάθη τους, οι ήρωες αναζητούν αυτή τη λύτρωση που συχνά ξεπερνά τις επιφανειακές επιθυμίες και αγγίζει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πώς ήταν η διαδικασία της έρευνας για τα εγκληματολογικά ή ψυχολογικά στοιχεία της πλοκής;
Η έρευνα, όσον αφορά τα ψυχολογικά στοιχεία της πλοκής, επικεντρώθηκε συγκεκριμένα σε εκείνα τα λεπτά, σχεδόν αόρατα χαρακτηριστικά που μπορεί να μη φαίνονται, αλλά καθορίζουν βαθιά τη συμπεριφορά των ηρώων. Με ενδιέφεραν περισσότερο οι ψυχικές αποχρώσεις που δεν κραυγάζουν, αλλά υπονομεύουν σιωπηλά: η τελειομανία, η μικροβιοφοβία, ο ιδεοληπτικός ψυχαναγκασμός, οι εμμονές που προκύπτουν από τραύματα και φόβους. Πρόκειται για μηχανισμούς που είναι στενά συνδεδεμένοι με τις μνήμες, όχι απλώς ως αναμνήσεις, αλλά ως ψυχικά αποτυπώματα.
Η μνήμη, στην ουσία της, είναι επιλεκτική και επεξεργασμένη: άλλοτε προστατεύει, άλλοτε πληγώνει. Κι εκεί συναντά την ενοχή. Η ενοχή δεν υπάρχει πάντα επειδή κάποιος έκανε κάτι «κακό», αλλά γιατί θυμάται με έναν τρόπο που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί. Οι ήρωες του έργου είναι εγκλωβισμένοι ανάμεσα σ’ αυτά που έγιναν και σ’ αυτά που φοβούνται ότι έκαναν. Οι ψυχολογικές τους εκφάνσεις, οι εμμονές, οι αντιδράσεις, ακόμα και οι σιωπές τους, είναι απόηχοι ενός παρελθόντος που δεν έχει λυτρωθεί. Αυτό το αόρατο βάρος της μνήμης και της ενοχής ήταν για μένα ο πιο ουσιαστικός άξονας της αφήγησης.
Χρησιμοποιείτε πάντα κάποιον «οδηγό» — όπως εδώ τα λόγια του Ευριπίδη — για να πλοηγηθείτε μέσα στο μυθιστόρημα;
Δεν ξεκινώ πάντα με οδηγό, αλλά όταν η αφήγηση βαδίζει σε σκοτεινά τοπία, νιώθω την ανάγκη να ακουμπήσω κάπου, να ακούσω μια φωνή γνώριμη, πιο παλιά από μένα, που λειτουργεί σαν κρυφή πυξίδα, σαν μια σκιά που βαδίζει δίπλα μου σιωπηλά. Στην περίπτωση αυτού του βιβλίου, ο Ευριπίδης με το βάρος της τραγικής του σκέψης στάθηκε ακριβώς έτσι: σαν σκιά πίσω από τα γεγονότα. Τα λόγια του δεν μπήκαν για να επιβεβαιώσουν κάτι, αλλά για να υπονομεύσουν τις βεβαιότητες, να δημιουργήσουν μια δεύτερη ανάγνωση. Δεν λειτουργούν λοιπόν ως στήριγμα, αλλά ως ρωγμή. Μπαίνουν σαν απόηχος μέσα στους ήρωες, που βασανίζονται από ενοχές και ανάγκες που δεν ειπώθηκαν ποτέ καθαρά. Αυτού του είδους η συνομιλία με το παρελθόν δεν είναι απλώς φορμαλιστική· είναι υπαρξιακή. Η γραφή εδώ δεν είναι πορεία προς τη λύση, αλλά αναμέτρηση με το άλυτο. Κι αυτός ο «οδηγός», ο αρχαίος, ο σκοτεινός, ο συμβολικός, δεν κρατά χάρτη, κρατά καθρέφτη.
Πώς καταφέρνετε να εναλλάσσετε τον λυρισμό με το σασπένς;
Η εναλλαγή λυρισμού και σασπένς δεν είναι για μένα απλώς και μόνο τεχνική επιλογή, είναι ρυθμός. Το έργο αγαπά τον λυρισμό, αλλά κάτω από την επιφάνεια υπάρχει πάντα μια ένταση, μια υπόγεια ειρωνεία, μια μορφή συγκαλυμμένου χιούμορ που δεν δηλώνεται, αλλά αφήνεται να αναδυθεί. Κάπως έτσι αισθάνομαι και τη ζωή: ένα μείγμα από ομορφιά και αγωνία, ποίηση και σκοτεινό υπαινιγμό.Το έργο του Ευριπίδη με καθοδήγησε. Η γραφή του κουβαλά λυρικό πάθος, αλλά και σκληρότητα, σκεπτικισμό, μια τραγική ειρωνεία απέναντι στα ανθρώπινα. Δεν ακολούθησα απλώς τη μορφή του, αλλά άφησα το ύφος του να ποτίσει τον τόνο της αφήγησής μου.
Έχετε κάποιον πρώτο αναγνώστη ή αναγνώστρια που εμπιστεύεστε πριν κυκλοφορήσει το έργο σας;
Ναι, πρόσωπα της οικογένειας και φίλοι.
Πιστεύετε ότι υπάρχει ένας «μικρός δαίμονας» που κινεί τον κόσμο, όπως λέτε στο τέλος του οπισθόφυλλου;
Ο μικρός δαίμονας που κινεί τον κόσμο είναι ο έρωτας, όχι μόνο προς τα πρόσωπα, αλλά προς οτιδήποτε μας κάνει να νιώθουμε ζωντανοί και να συνεχίζουμε μέχρι το τέλος.
Έχετε ταυτιστεί ποτέ με έναν ήρωα τόσο, ώστε να σας επηρεάσει στην προσωπική σας ζωή;
Συνήθως ταυτίζομαι με ήρωες που κάνουν σφάλματα, χάνουν την γη κάτω από τα πόδια τους, πέφτουν και χτυπάνε άσχημα, αλλά ξανασηκώνονται, επιστρέφουν και διορθώνουν, δείχνουν στο τέλος ποιοι πραγματικά είναι. Αυτοί είναι οι ήρωες που με συναρπάζουν και με έχουν επηρεάσει στο να πιστεύω ότι δεν πρέπει ποτέ να το βάζουμε κάτω.
Αν η Ρεγγίνα καθόταν απέναντί σας, τι θα της λέγατε;
Αν η Ρεγγίνα καθόταν απέναντι μου θα έπινε το τσάι της στην ακριβή πορσελάνη, θα με κοίταζε με εκείνο το βλέμμα υπεροψίας, και χωρίς να βγει λέξη από το στόμα της, θα μιλούσε εκείνη αντί για εμένα λέγοντας: «Ό,τι και αν έγραψες για την ζωή μου δεν θα το παραδεχτώ ποτέ».
Εγώ θα χαμογελούσα, αναγνωρίζοντας αμέσως ότι ήρθε για να με ξεβολέψει και να μου θυμίσει πως τι και αν της έδωσα λέξεις και διαδρομές, εκείνη προτίμησε να πάει κάπου αλλού, επιβεβαιώνοντας πως όσο και αν πιστεύουμε ότι ελέγχουμε την γραφή -και την ζωή-, οι πιο αληθινοί ήρωες είναι εκείνοι που δεν μας υπάκουσαν ποτέ.
Τι ελπίζετε να πάρει ο αναγνώστης κλείνοντας αυτό το βιβλίο;
Το τέλος αφήνει σκόπιμα ανοιχτά ερωτήματα, όχι μόνο για την τύχη των ηρώων, αλλά και για την αλήθεια γενικότερα. Ήθελα ο αναγνώστης να μείνει με την αίσθηση ότι δεν υπάρχουν πάντα ξεκάθαρες απαντήσεις, όπως ακριβώς και στη ζωή. Τι είναι αλήθεια, τι είναι κατασκευή, τι θυμόμαστε και τι επιλέγουμε να ξεχάσουμε; Αν αυτό το μυστήριο της αλήθειας και της ψευδαίσθησης διαπερνά σε ένα βαθμό όλο το έργο, τότε το τέλος είναι η κορύφωση αυτής της αμφισημίας. Δεν με ενδιέφερε να δώσω λύση, αλλά να αφήσω χώρο στη φαντασία και την κρίση του αναγνώστη.
Ποιο ήταν το πιο συγκινητικό ή δύσκολο σημείο της συγγραφής για εσάς;
Όταν οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με τον εαυτό τους. Για να το πετύχουν αυτό πρέπει να βρεθεί ο καταλύτης που θα τους κάνει να αλλάξουν πορεία.

