Άντρας που δεν ξέρει να σε σεβαστεί, δεν αξίζει τα δάκρυά σου.
Της Στεύης Τσούτση.
Τον βλέπεις, τον ερωτεύεσαι, του δίνεσαι και περιμένεις.
Περιμένεις εκείνο το μοναδικό αίσθημα του αμφίπλευρου, εκείνο το μοίρασμα των ερωτευμένων.
Κι όταν δεν έρχεται, εκείνα τα φτερά που ένιωθες να έχουν φυτρώσει στην πλάτη, δεν ξέρεις πού να τα βολέψεις.
Ξαφνικά σε βαραίνουν. Δε σε βοηθούν να πετάξεις. Αντίθετα, είναι βαρίδια που σε κρατούν κάτω. Εκείνος σε κρατάω κάτω.
Εκείνος σε κρατάει και πίσω.
Ίσως και να αργήσεις να δεις το τίποτα που σημαίνεις γι’αυτόν. Βλέπεις είναι ζόρικη λέξη το τίποτα. Κι ακόμη πιο ζόρικη η ήττα που το συνοδεύει.
Ήθελες να είσαι το κάτι του. Ήθελες να είσαι το πολύτιμό του. Τελικά έγινες το σιγουράκι. Το απάγκιο όταν με όλες τις άλλες τα έχει κάνει σκατά.
Αυτό θέλησες από τη ζωή σου; Τέτοιον άντρα ζήτησες; Έναν που δε θα είναι πουθενά για σένα;
Όχι δεν τον θέλεις. Κόλλησε το κεφάλι σου σε αυτόν αλλά αληθινά δεν τον θέλεις.
Παίρνω όρκο πως μια μόνο μέρα μαζί του, ουσιαστικά μαζί του κι όχι ονειρικά όπως το πλάθεις στο κεφαλάκι σου, και θα σε έκανε να καταλάβεις πως είναι απλά ένα απωθημένο.
Άτιμο πράγμα το μυαλό μας. Λέμε ότι η καρδιά μας κυβερνά, αλλά μπορεί κι αυτό να τη χειραγωγήσει μια χαρά. Λες ότι πονάει η καρδιά σου για εκείνον κι όμως είναι το μυαλό που σε υποβάλλει σε αυτό. Δεν πονάς. Βαθιά μέσα σου, βαθιά βαθιά όμως, δεν τον θέλεις καν.
Και τι να τον κάνεις εδώ που τα λέμε;
Οι πουθενάδες μάτια μου, εκείνοι οι άντρες που δεν τιμούν τα παντελόνια που φορούν, που δεν ξέρουν να σεβαστούν μια γυναίκα, δεν αξίζουν τα δάκρυά σου. Δεν αξίζουν να τους θέλεις. Μήτε ένα βλέμμα σου δεν πρέπει να τους ανήκει.
Οι πουθενάδες, εκείνοι οι άντρες οι τίποτα, που ζητούν καβάτζες για να ησυχάσουν τα κομπλεξαρισμένα εσώψυχά τους, είναι μόνο για να βλέπουν την πλάτη σου καθώς θα φεύγεις.
Θα παλέψουν να σε φέρουν πίσω. Δε θα είναι εύκολο να τους ξεφύγεις. Δε σε νοιάζονται, δε νιώθουν τίποτα για σένα κι όμως σε θέλουν. Θέλουν να είσαι το σιγουράκι της μίζερης ζωής τους.
Μη δεχτείς να γίνεις αυτό που θέλουν.
Ρίξε τους πέντε φάσκελα, κλειδώσου σε ένα δωμάτιο και κλάψε σα να μην υπάρχει αύριο αν το νιώθεις κι όταν ξανανοίξεις την πόρτα, άσε τους πίσω σου.
Άσε τους στα σκοτάδια της μιζέριας τους. Άσε τους στο πουθενά που ανήκουν και προχώρα προς το κάτι που έχεις δικαίωμα να σου ανήκει.
Ξέχνα τους. Δεν είσαι ερωτευμένη κι ας το νομίζεις.
Τα καλύτερα σε περιμένουν. Άνοιξε τα μάτια και θα τα δεις…
Περιμένεις εκείνο το μοναδικό αίσθημα του αμφίπλευρου, εκείνο το μοίρασμα των ερωτευμένων.
Κι όταν δεν έρχεται, εκείνα τα φτερά που ένιωθες να έχουν φυτρώσει στην πλάτη, δεν ξέρεις πού να τα βολέψεις.
Ξαφνικά σε βαραίνουν. Δε σε βοηθούν να πετάξεις. Αντίθετα, είναι βαρίδια που σε κρατούν κάτω. Εκείνος σε κρατάω κάτω.
Εκείνος σε κρατάει και πίσω.
Ίσως και να αργήσεις να δεις το τίποτα που σημαίνεις γι’αυτόν. Βλέπεις είναι ζόρικη λέξη το τίποτα. Κι ακόμη πιο ζόρικη η ήττα που το συνοδεύει.
Ήθελες να είσαι το κάτι του. Ήθελες να είσαι το πολύτιμό του. Τελικά έγινες το σιγουράκι. Το απάγκιο όταν με όλες τις άλλες τα έχει κάνει σκατά.
Αυτό θέλησες από τη ζωή σου; Τέτοιον άντρα ζήτησες; Έναν που δε θα είναι πουθενά για σένα;
Όχι δεν τον θέλεις. Κόλλησε το κεφάλι σου σε αυτόν αλλά αληθινά δεν τον θέλεις.
Παίρνω όρκο πως μια μόνο μέρα μαζί του, ουσιαστικά μαζί του κι όχι ονειρικά όπως το πλάθεις στο κεφαλάκι σου, και θα σε έκανε να καταλάβεις πως είναι απλά ένα απωθημένο.
Άτιμο πράγμα το μυαλό μας. Λέμε ότι η καρδιά μας κυβερνά, αλλά μπορεί κι αυτό να τη χειραγωγήσει μια χαρά. Λες ότι πονάει η καρδιά σου για εκείνον κι όμως είναι το μυαλό που σε υποβάλλει σε αυτό. Δεν πονάς. Βαθιά μέσα σου, βαθιά βαθιά όμως, δεν τον θέλεις καν.
Και τι να τον κάνεις εδώ που τα λέμε;
Οι πουθενάδες μάτια μου, εκείνοι οι άντρες που δεν τιμούν τα παντελόνια που φορούν, που δεν ξέρουν να σεβαστούν μια γυναίκα, δεν αξίζουν τα δάκρυά σου. Δεν αξίζουν να τους θέλεις. Μήτε ένα βλέμμα σου δεν πρέπει να τους ανήκει.
Οι πουθενάδες, εκείνοι οι άντρες οι τίποτα, που ζητούν καβάτζες για να ησυχάσουν τα κομπλεξαρισμένα εσώψυχά τους, είναι μόνο για να βλέπουν την πλάτη σου καθώς θα φεύγεις.
Θα παλέψουν να σε φέρουν πίσω. Δε θα είναι εύκολο να τους ξεφύγεις. Δε σε νοιάζονται, δε νιώθουν τίποτα για σένα κι όμως σε θέλουν. Θέλουν να είσαι το σιγουράκι της μίζερης ζωής τους.
Μη δεχτείς να γίνεις αυτό που θέλουν.
Ρίξε τους πέντε φάσκελα, κλειδώσου σε ένα δωμάτιο και κλάψε σα να μην υπάρχει αύριο αν το νιώθεις κι όταν ξανανοίξεις την πόρτα, άσε τους πίσω σου.
Άσε τους στα σκοτάδια της μιζέριας τους. Άσε τους στο πουθενά που ανήκουν και προχώρα προς το κάτι που έχεις δικαίωμα να σου ανήκει.
Ξέχνα τους. Δεν είσαι ερωτευμένη κι ας το νομίζεις.
Τα καλύτερα σε περιμένουν. Άνοιξε τα μάτια και θα τα δεις…