Αντώνης Μιτζέλος- Όταν η ελληνική μουσική άλλαξε
Συναντηθήκαμε στο Γκάζι. Δεν χρειάστηκε κόπος να τον αναγνωρίσω, παραμένει αειθαλής και δεν παρέκλινε σε τίποτα από τον Αντώνη που με μεγάλωσε. Εκείνος θαρρώ πως με αναγνώρισε από τον νευρικό μου βηματισμό που φανέρωνε την αδημονία της συνάντησης. Ο πάγος δεν χρειάστηκε να σπάσει γιατί δεν μπήκε ποτέ ανάμεσά μας. Ο Αντώνης Μιτζέλος είναι ο άνθρωπος πίσω και μπροστά από τα τραγούδια που χάραξαν λέξεις και νότες στη διαδρομή της ζωής μας. Ανακάλυψα πως είναι κι ένας σπουδαίος συνομιλητής που δεν κουβαλάει “βάρη” όσο σπουδαία προσωπικότητα κι αν είναι. Το χιούμορ του σε καθηλώνει και σε παρασέρνει. Το βλέμμα του καθαρό, στιβαρό όπως και τα λόγια του. Δεν αφήνει λέξεις χωρίς νόημα στον αέρα όπως δεν αφήνει και τις νότες να φωνασκούν άναρχα στα τραγούδια του. Κάθε τι έχει τη θέση του, το χρόνο του και το νόημά του. Αυτή η συζήτησή μας που παρακάτω παρουσιάζεται ως συνέντευξη ήταν για μένα μάθημα ιστορίας, για τον ίδιο μια μικρή αφήγηση της ζωής του αλλά για όλους μας μια ευκαιρία να κατανοήσουμε πως η μουσική είναι η αφετηρία για να αλλάξει ο κόσμος.
Παραγγείλαμε καφέ και σαν να με έτρωγαν τα αυτιά μου να ακούσω ποια είναι η άποψη του για το σήμερα. Για τη σημερινή κατάσταση στη μουσική παγκοσμίως. «Αντώνη τι γίνεται με το spotify;» τον ρώτησα.
Το spotify δεν ήξερα καταρχάς ότι υπάρχει, είμαι τόσο περίεργο παιδί. Πριν λίγους μήνες υπέγραψα στην alpha records, μια καινούρια για μένα εταιρία, όπου απαραίτητος όρος ήταν η ύπαρξη του spotify, γιατί το spotify πληρώνει. Άρα από εκεί μπορεί να έχει έσοδα η εταιρία, από πουθενά αλλού. Οπότε μου έκανε η εταιρία ένα spotify, γιατί είχα τρία-τέσσερα αλλά μου τα είχαν φτιάξει άλλοι, δεν είχα ιδέα εγώ περί τίνος πρόκειται και έκπληκτος ενημερώθηκα για τους όρους. Τα τραγούδια μου όλα, όσα κι αν είναι αυτά, πάνε στο όνομα του τραγουδιστή και πληρώνεται αυτός στο πνευματικό δικαίωμα. Θα έλεγα ότι είναι άδικο»
«Λύθηκε αυτό;», τον ρώτησα περιμένοντας ένα μαγικό ναι.
«Όχι δεν έχει λυθεί ακόμα αλλά είμαστε σε έναν πάρα πολύ καλό δρόμο, όπου ευγενικά ζητάμε τώρα από τις δισκογραφικές εταιρίες που ανήκει το υλικό μας, να αναφερόμαστε κι εμείς ως δημιουργοί μαζί με τους ερμηνευτές. Έχουμε το δικαίωμα νομικά. πρέπει να θέλει και η εταιρία όμως να στο δώσει»
«Τώρα έχω ξεκινήσει και δίνω κι εγώ τον αγώνα μου. Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες, δημιουργοί, ελαφρώς συστημικοί, με την κακή έννοια, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να το κάνουν, οι οποίοι έχουν κατορθώσει και έχουν πάρει τμήμα του υλικού τους πίσω. Αυτά όσο αφορά το ευλογημένο το spotify . Εν τη γενέσει του όμως, υπάρχει μια σαχλαμαρίτσα εκεί μέσα. Όταν γίνεται η δήλωση ενός καινούριου τραγουδιού, δηλώνεται η δισκογραφική εταιρία, ο ερμηνευτής και στα back ο στιχουργός αλλά όχι ο συνθέτης. Δεν υπάρχει συνθέτης για τον κόσμο του spotify γιατί στο εξωτερικό οι περισσότεροι ερμηνευτές είναι οι ίδιοι οι συνθέτες».
Εφόσον λοιπόν μπήκαμε στον κόσμο των πνευματικών δικαιωμάτων έπρεπε να ρωτήσω και για το πώς είναι η τωρινή κατάσταση μετά τη διάλυση της AEPI.
“Θα στο πω πάρα πολύ απλά. Η ΑΕΠΙ υποτίθεται μας έκλεβε. Μας έτρωγε το βιος μας, μας έπινε το αίμα μας και ξέραμε ότι παίρναμε το 1% περίπου από αυτό το οποίο δικαιούμεθα. Το 99 % πήγαινε είτε στους πλασιέ που τα βάζανε τσέπη, είτε στους πλασιέ που τα κάναν τάτσι-μίτσι-κότσι με τα μαγαζιά και τις εταιρίες, κάπου χανόντουσαν στη μέση γιατί είχε πάρα πολύ κίνηση, μετά μπαίναν συστημικοί συνθέτες, οι οποίοι πληρώνονταν με συμβάσεις σταθερά ποσά, ανεξαρτήτως αν παιζόντουσαν ή δεν παιζόντουσαν, κι έτσι δημιουργήθηκε ένας αλγόριθμος, ο οποίος ευνοούσε είκοσι ανθρώπους. Είτε παιζόντουσαν στα ραδιόφωνα αυτοί οι είκοσι άνθρωποι, είτε δεν παιζόντουσαν, είτε παιζόντουσαν σε συναυλίες είτε όχι παίρναν τα ίδια λεφτά. Κι εμείς οι υπόλοιποι είκοσι, τριάντα, πενήντα οι δημιουργικοί, εννοώ αυτοί που κινούσαν τη χώρα στο επί της ουσίας όχι στο σχετικά, παίρναμε ποσά τα οποία ήταν το 1% από αυτό που δικαιούμεθα. Με αυτό το 1% όμως των δικαιωμάτων μου εγώ μεγάλωσα τα παιδιά μου, έφτιαξα τα σπίτια μου, έβγαλα τη ζωή μου με αξιοπρέπεια. Τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε την ΑΕΠΙ και δεν μας έκλεβε πια κανένας, πεινάσαμε. Προτιμούσαμε δηλαδή τότε που μας κλέβανε και ζούσαμε με αξιοπρέπεια. Τα δύο πρώτα χρόνια που καταργήθηκε η ΑΕΠΙ τα λεφτά μαζευτήκανε κανονικότατα αλλά δεν μας αποδοθήκαν ποτέ. Ουδείς είπε, ούτε ο υπουργός πολιτισμού που πήγαν αυτά τα λεφτά των δύο ετών, ούτε φεύγοντας ο ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία μας είπε τι θα γίνει. Δημιουργήθηκε έπειτα ένας οργανισμός, ο οποίος για άλλα δύο χρόνια μάζεψε λεφτά και μας έδωσε από μία τυρόπιτα στον καθένα. Θα σας πω πως κάτω από δεκαπέντε με είκοσι εκατομμύρια ετησίως δεν έπεφτε ο τζίρος σε μια χώρα τόσο μικρή όσο η Ελλάδα. Αυτά λοιπόν τα τόσο πολλά εκατομμύρια είναι αυτά που λείπουν από τη ζωή μας. Μας τα κλέψανε, μας τα φάγανε. Τώρα έχουν δημιουργηθεί δύο καινούριοι φορείς που κονταροχτυπιούνται για το ποιος είναι ο πιο τίμιος και ο πιο καλός και ποιος έχεις τους περισσότερους και ποιος τους καλύτερους. Δεν είναι καλό για εμάς αυτό είναι κακό γιατί έρχονται παραδείγματος χάρη σε ένα μαγαζί και λέει ο ένας, θέλω πνευματικό δικαίωμα 5οο ευρώ το χρόνο. Έρχεται όμως κι ο άλλος και λέει και λέει θέλω άλλα 500 ευρώ. Οπότε ο μαγαζάτορας καλείται να δώσει ένα χιλιάρικο. Οπότε δεν το δίνει κι έτσι χάνουν όλοι.»
«Η λύση είναι να ενοποιηθούν, να υπάρξει ένας φορέας και να ισχύσει η ευρωπαϊκή νομοθεσία επιτέλους και στην Ελλάδα, η οποία λέει πως τα μαγαζιά πληρώνουν αναλόγως με το είδος τους και όχι αναλόγως των τετραγωνικών τους. Στο εξωτερικό τα ποσά για το πνευματικό δικαίωμα είναι μυθικά. Κινούνται από το 6% έως το 9% του τζίρου……. Το πνευματικό δικαίωμα δεν αναγνωρίζει καλό τραγούδι ή κακό τραγούδι. Παίζεται άρα έχει δικαίωμα»
«Το 1998-1999 δούλεψα σε μαγαζί της Ιεράς οδού. Εκεί το σχήμα ήταν Ελευθερία Αρβανιτάκη, στην οποία ήμουν και μια δεκαετία μόνιμος συνεργάτης αλλά είχα μαζί και το Γιάννη Κότσιρα που μόλις είχαμε κάνει μαζί το «Φύλακα Άγγελο», οπότε και η συνθετική μου συμμετοχή στο πρόγραμμα ήταν μεγάλη. Στα 40 τραγούδια είχα τα 15 δικά μου. Εκεί λοιπόν δεν πέσαμε ποτέ κάτω από 2000 άτομα. Εκείνα τα χρόνια η διασκέδαση με σημερινά λεφτά ήταν γύρω στα 70 ευρώ το άτομο, δηλαδή 140.000 κάθε βράδυ τζίρος για 180 βράδια. Είναι πολλά τα λεφτά Άρη. Αν το υπολογίσεις σε αυτό το ποσό ποιο είναι το νόμιμο πνευματικό δικαίωμα είναι γύρω στα 10.000 ευρώ κάθε βράδυ. Όπως τα είχα υπολογίσει επισήμως με την ΑΕΠΙ το ποσό το οποίο έπρεπε να πάρω ήταν γύρω στις 55.000 ευρώ από ένα μαγαζί. Δε σου λέω για όλα τα μαγαζιά της χώρας που παίζουν τα τραγούδια μου. Όταν πληρώθηκα λοιπόν από την ΑΕΠΙ για αυτό το μαγαζί την επόμενη χρονιά πήρα 5 ευρώ και 80 λεπτά. Από την πόρτα του μαγαζιού μέχρι την πόρτα του σπιτιού μου υπήρχαν πολλές απώλειες. Αν λοιπόν ευθυγραμμιστούμε με την Ευρώπη τότε έχουμε κι εμείς λόγο να ξαναγράψουμε γιατί την τελευταία 15ετία, οι δημιουργοί ναι μεν δημιουργούν, γράφουν, αλλά δεν εκδίδουν γιατί δεν έχουν λόγο να εκδώσουν. Δίνουν αυτό μόνο που βαραίνει πολύ την πλάτη τους συναισθηματικά ή δίνουν στους φίλους τους. Ή κάποιος του λέει δεν έχεις πνευματικό δικαίωμα, πόσα λεφτά θα έβγαζες από αυτό το τραγούδι σε βάθος πενταετίας αν είχες; Θα έβγαζες πενήντα, εξήντα χιλιάρικά; Πάρε είκοσι χιλιάρικα και γράψ’ το μου.»
Ελληνική δισκογραφία αυτή τη στιγμή, θέμα που καίει και το έριξα στο τραπέζι. Συμφωνήσαμε να βάλουμε τη λέξη «δισκογραφία» σε πολλά εισαγωγικά. Ανέφερα τη λέξη μονοπώλιο για το σήμερα και με διόρθωσε μαεστρικά.
«Πάντα υπήρχε μονοπώλιο στη δισκογραφία. Ήταν ουτοπικό τότε που νομίζαμε εμείς ότι υπάρχουν πολλές δισκογραφικές εταιρίες με συμφέροντα τα οποία κοντραριζόντουσαν και έσπαγαν τα συμβόλαια και τρέχανε στα δικαστήρια. Μία εταιρία υπήρχε πάντα, αυτή που υπάρχει και σήμερα. Απεδείχθη. Τώρα που τελείωσαν όλα φάνηκε»
Κάπου εκεί του αναφέρω το γεγονός πως πλέον ένας νέος τραγουδιστής πληρώνει την παραγωγή, το τραγούδι, το κλιπ μέχρι και ποσοστά από το μεροκάματό του στην εταιρία για να έχει κάποιο φροντιστή στο καμαρίνι του.
«Είναι αναλόγως την περίπτωση και αναλόγως το είδος της μουσικής. Αυτά συμβαίνουν στο χώρο των ποπ-λαϊκών που ούτε ποπ είναι ούτε λαϊκό αλλά κάπως πρέπει να το πούμε, γιατί παλιότερα το λέγαμε σκυλάδικο. Αλλά αυτό δεν είναι σκυλάδικο. Το σκυλάδικο είναι αξίωμα. Είναι σοβαρό πράγμα το σκυλάδικο. Λειτούργησε μέσα στην ελληνική κοινωνία ως ασπιρίνη, έκανε καλό. Ανέβηκε, δημιουργήθηκε, τέλειωσε. Τώρα είναι κάτι το οποίο δεν είναι τίποτα, ούτε σκυλάδικο είναι, ούτε ποπ, ούτε λαϊκό. Ούτε ροκ είναι, δεν ξέρω τι είναι.»
Mainstream, απαντώ.
“Ελληνικά;»
Mainstream, ξανά απαντώ.
«Κατάλαβες τι σου λέω; Άρα λοιπόν κάτι δεν πάει καλά εδώ. Με το σκυλάδικο μια χαρά ήτανε. Με αυτό το mainstreamκάτι δεν πάει καλά.
Σε αυτό το χώρο τα μεροκάματα είναι μεγαλύτερα και για τους μουσικούς και για τους τραγουδιστές και μπορούν να πληρώνουν. Στον έντεχνο, ή στον λαικό, ή στον χώρο της έρευνας που είμαι εγώ, στον χώρο της κλασσικής ή στο χώρο της σύγχρονης μουσικής δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα. Τα μεροκάματα είναι σχετικά εκτός κι αν είσαι κορυφαίος.»
Δεν χάνω χρόνο και αρπάζω τη λέξη έντεχνο. Είναι μια μοναδική λέξη, μια πολύ όμορφη λέξη γιατί μέσα της έχει τη λέξη τέχνη. Υπάρχει αυτή η κόντρα τελικά; Εγώ είμαι έντεχνος εσύ είσαι άτεχνος κτλ;
«Όχι καλέ, δεν υπάρχει κόντρα. Καταρχάς αυτοί οι οποίοι ασχολούνται με το έντεχνο δεν έχουν κανένα πρόβλημα με την άλλη πλευρά.»
Δηλαδή δεν υπάρχει λέξη να αντικαταστήσει το έντεχνο και χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα είδος μουσικής;
«Όχι, έντεχνο μπορεί να είναι και το χειρότερο σκυλάδικο. Για να το καθαρίσω λιγάκι… Έντεχνο εμείς οι μουσικοί, κι όχι αυτό που αναγράφεται εκεί που πουλάνε cd, αν πουλάνε ακόμα, ή που λένε οι δισκογραφικές ή εσείς οι δημοσιογράφοι, αποκαλούμε το είδος εκείνο της μουσικής, οποιασδήποτε μουσικής, το οποίο είναι εγγεγραμμένο σε παρτιτούρες. Όλοι οι συνθέτες το ίδιο θα σου πούνε. Αν πάρω εγώ τώρα το χειρότερο σκυλάδικο και το γράψω σε παρτιτούρες και το δώσω στους μουσικούς μου αυτό είναι μια έντεχνη ερμηνεία ενός έντεχνου τραγουδιού. Τώρα αν ο Jimmy Hendrix πάρει την κιθάρα του και αυτοσχεδιάσει με κλειστά τα μάτια πίνοντας κι ένα αναψυκτικό, κι είναι ωραίος, τότε αυτό εύκολα το λες μη έντεχνο, γιατί δεν είναι, εύκολα το λες και σκυλάδικο. Ποια είναι η αλήθεια τώρα; Αυτό όμως που εμείς στην Ελλάδα είπαμε ως σκυλάδικο συνέβη όταν το λαϊκό, το παλιό λαϊκό, πήρε πολύ μεγάλη δόση επηρεασμού από τη μουσική που φτιάξαμε μαζί με το Μαχαιρίτσα, τον Πορτοκάλογλου και τους Κατσιμιχαίους, το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, το ηλεκτρικό δηλαδή.
Αυτό το τραγούδι επηρέασε τους λαϊκούς οι οποίοι θέλανε να εμφανίζονται σε μεγαλύτερους χώρους σαν κι εμάς, με μεγαλύτερες ορχήστρες σαν κι εμάς, με δυνατό ήχο σαν κι εμάς, να κάνουν βίντεο κλιπ σαν κι εμάς. Ο επηρεασμός που δέχθηκε το λαϊκό τραγούδι έφτιαξε αυτό που λέμε εμείς το έντεχνο, λαϊκό ηλεκτρικό, νέο-λαϊκό, όπως θες πες το, τραγούδι. Τι συνέβη τώρα. Όταν κάποια στιγμή γράφεις ένα τέτοιο τραγούδι για παράδειγμα στην Χαρούλα την Αλεξίου, την κορυφαία των κορυφαίων.»
Την αγαπάς; τον ρωτάω.
«Η λέξη Χαρούλα και η λέξη αγάπη για μένα είναι το ίδιο. Είμαι βαθύτατα καλλιτεχνικά ερωτευμένος με τη Χαρούλα και έχουμε συνεργαστεί και χρόνια. Είναι οικογένειά μου. Όταν λοιπόν η Χαρούλα καλείται να τραγουδήσει κάποια τραγούδια τα οποία είναι σοβαρή κατάθεση ψυχής, όπως το «Όλα σε θυμίζουν» του Μάνου του Λοΐζου, είναι λιγάκι αδύνατον να δεχθεί ότι θα υπάρχουν πέντε χαζόβλακες και πέντε ηλίθιες που προσπαθούν να το χορέψουν τσιφτετέλι μπροστά της. Δεν παίζει αυτό. Ο άλλος όμως σου λέει -εγώ, πλερώ- εγώ έχω βγάλει πανεπιστήμιο είμαι γιατρός αλλά είμαι αγράμματος καλλιτεχνικά, δεν ξέρω να ξεχωρίζω τη βιόλα από το βιολί και δεν με νοιάζει. Εγώ οδοντίατρος είμαι έλα να σου κάνω έναν καθαρισμό, μη με ρωτάς για τέχνη. Οικοδόμος είμαι μη με ρωτάς για τον Χατζηδάκι. Εγώ βγαίνω κάθε Σάββατο, πληρώνω γιατί μπορώ, και θα χορέψω ότι γουστάρω εγώ όχι ότι μου πεις εσύ. Αυτό στους έντεχνους χώρους δεν ίσχυε να ανέβουν στην πίστα. Κι έτσι όλα τα ομορφοκόριτσα ανέβαιναν πάνω στα τραπέζια και χόρευαν ότι κι αν παίζαμε. Ότι κι αν παίζαμε αυτές χορεύανε τσιφτετέλι. Όταν λοιπόν αυτό απαγορεύτηκε πια, εμείς συνεχίσαμε να είμαστε γεμάτοι, δεν λέω, αλλά όλος αυτός ο κόσμος έφυγε και πήγε εκεί που του επιτρεπόταν να κάνει αυτό που ήθελε. Και που του επιτρεπόταν; Μα στα σκυλάδικα που τραγουδούσαν οι πιο «β» τραγουδιστές, οι πιο «β» μουσικοί, οι πιο «β» μαέστροι, τα πιο «β» γκαρσόνια, τα πιο «β» ποτά. Όλα πιο «β». Έτσι λοιπόν ο κόσμος για να μπορεί να χορέψει και για να μπορεί να πληρώσει το μπουκάλι, γιατί σε εμάς είχε φτάσει 200 ευρώ, έδινε 60 ευρώ, έπαιρνε το μπουκαλάκι του, χόρευε και δεν του έλεγε κανείς ‘καθίστε κάτω παρακαλώ’. Οπότε ο κόσμος στράφηκε και στήριξε αυτό που λέγεται σκυλάδικο το οποίο πάντα υπήρχε από τη δεκαετία του 80 απλά ήταν έξω από την Αθήνα. Ήταν πολύ cult. Ήταν σαν να πηγαίνεις στη Νέα Υόρκη και να πας να παρακολουθήσεις πέντε νέγρους να παίζουν blues σε μία υπόγα.
Δεν είναι κακό το σκυλάδικο. Λειτούργησε μέσα στην κοινωνία. Αποσυμπίεσε. Το κακό με το σκυλάδικο είναι ότι μεγάλωσε έγινε κυριλέ και έγινε mainstream. Η dogmusic υπάρχει παντού, και στην Αμερική έτσι λέγεται. Υπάρχει όμως σε ένα ποσοστό 2- 3 %. Όταν αυτό γίνεται 97% σε μία χώρα συμπαρασύρει και την πολιτική, την αρχιτεκτονική, δες τα σπίτια που φτιαχτήκανε, την αγορά αυτοκινήτων, τα ρούχα μας, τον τρόπο που συνομιλούμε, τον τρόπο που ψηφίζουμε, το τι οικογένειες χτίζουμε. Άλλαξαν οι αρχές. Θα πεις, ένα τραγούδι ρε φίλε φταίει για όλα αυτά; Να που φταίει. Φάνηκε το πράγμα.
Ποια είναι η λύση; Η λύση είναι μακριά γιατί η καταστροφή δεν έχει ολοκληρωθεί. Πρέπει να πιάσεις πάτο για να βρεθεί η λύση. Ο καθένα, εκεί που ανήκει, ας δώσει αγάπη και φως και περισσότερη αγάπη και φως σε όλους αυτούς που είναι στην αντίθετη πλευρά και τον βρίζουν, τον καταπιέζουν, τον κλέβουν, γιατί μετά όλα είναι ήσυχα.»
Υπάρχει ελπίδα; Για παράδειγμα τώρα βλέπουμε το φαινόμενο τραπ.
«Πάμε όλο προς το χειρότερο. Είναι κοινωνικό το θέμα. Στη μουσική υπάρχει πάντα ελπίδα. Όσο υπάρχει ο πλανήτης και οι φυσικές δυνάμεις, η μουσική είναι η μόνη αλήθεια και η μοναδική ελπίδα. Θα μου πεις αυτό ήταν ο Χριστός κάποτε. Μπορεί. Μέσα στην αιωνιότητα πάντως και πριν το Χριστό και κατά τη διάρκεια που η διδασκαλία του επηρέασε και επηρεάζει τον πλανήτη, στα χιλιάδες χρόνια που ακολουθούν, η μουσική είναι η μόνη αλήθεια που μπορεί να δώσει τις λύσεις.»
Εσύ που έχεις επαφή με το κοινό, γιατί κάνεις συναυλίες…
Με διορθώνει «Πάντα κάνω, δεν σταματάω εγώ»
Και συνεχίζω, “Τι βλέπεις από τον κόσμο, οι ηλικίες κάτω, πως αντιδρούν; Θέλω να μου δώσεις τον παλμό”.
«Θα ξεκινήσω από το χειρότερο. Το χειρότερο είναι όταν έρχονται στις παραστάσεις μου, με τιμούν και να είναι καλά, πολύ μεγάλες ηλικίες. Μεγαλύτερες από εμένα. Δηλαδή έρχονται ας πούμε 75άρηδες και 80άρηδες καμιά φορά και φρικάρουν γιατί εμείς παίζουμε δυνατά, δεν κοροϊδεύουμε, τρίζει λίγο το θεμέλιο. Και στο τέλος με πολλή μεγάλη δόση αλήθειας και αγάπης και χαμόγελου μου σφίγγουν το χέρι και μου λένε «Κύριε Μιντζέλο μεγαλώσαμε με τα τραγούδια σας». Αυτό είναι το πρώτο ηλικιακό. Το δεύτερο είναι ότι έρχονται παιδιά που δεν έχουν ιδέα ποιος είμαι, τα φέρνουν οι γονείς τους. Κι είναι μικρά και βαριούνται. Σου λένε κιθάρα παίζει αυτός αντί να έχει ένα κομπιούτερ μπροστά του; Τι μαλλιά είναι αυτά, γιατί δεν είναι ξυρισμένος, τι μας λέει τώρα, έχει και χιούμορ; Όταν όμως ακούνε και αντιλαμβάνονται τι παίζει, γοητεύονται. Τα μισά από αυτά τα παιδιά επιστρέφουν, και τα μισά από αυτά τα μισά, ξεκινάει κάποιο όργανο. Αυτός είναι ο επηρεασμός. Βλέπεις ποιος είναι ο δρόμος; Γι’ αυτό σου λέω πως υπάρχει ελπίδα.»
Αυτό πρέπει να δίνει πολύ φως μέσα σου. Φεύγεις κουρασμένος αλλά γεμάτος.
«Λιώμα φεύγω γιατί αν με δεις σε κάποια παράσταση θα καταλάβεις. Δεν κοροϊδεύω. Καταρχάς παίζω πολύ. Μ’ αρέσει.»
Κάνω παρέμβαση πως επιτέλους ακούω από κάποιον μουσικό πως του αρέσει να παίζει χωρίς να γκρινιάζει.
«Εγώ ανήκω σε άλλη κατηγορία. Γι’ αυτό είμαστε εδώ και μιλάμε. Σε αυτούς που δεν αρέσει (να παίζουν) δεν είναι εδώ.»
Παίζεις και στο σπίτι;
«Είναι ο τρόπος μου αυτός. Αυτή είναι η ζωή μου. Θα σου πως όμως πως δύο φορές στη ζωή μου πέρασα μια φάση όπου δεν ήθελα να παίζω. Και στο λέω με τόσο στόμφο αυτό γιατί κανονικά στα πέντε, δέκα λεπτά, αρχίζουν τα χέρια και ζητάνε το όργανο. Πέρασα την πρώτη φορά ένα χρόνο χωρίς να αγγίξω όργανο και πέρυσι βγήκα από μία φάση δυόμιση ετών που δεν μου έκανε διάθεση να πιάσω όργανο στα χέρια μου. Ασχολήθηκα με άλλα πράγματα. Ήμουν δημιουργικός, έγραψα πάρα πολύ μουσική αλλά όργανο δεν άγγιξα. Πως έγινε αυτό δεν μπορώ να καταλάβω και δεν θα είχα πιάσει κιόλας κιθάρα αν δεν με έπαιρνε τηλέφωνο ο Νίκος ο Πορτοκάλογλου να με καλέσει στο μουσικό κουτί.
Μου λέει «Μιτζέλε άκου, είμαστε δεύτερη σεζόν θα έρθεις». Εγώ τα αποφεύγω αυτά, δε θέλω να πηγαίνω πολύ. Πάω αλλά να υπάρχει κάποιος λόγος. Να πάω για να παίξω τα τραγούδια, για να δείξω πόσο ωραία τα λέω ή πόσο ωραία τα λέει ο άλλος, δεν μου λέει κάτι. Πήγα στον Νίκο και το ευχαριστήθηκα κιόλας αλλά εκεί είναι και η πρώτη μέρα που πιάνω κιθάρα μετά από δυόμιση χρόνια . Και μου λέει ο Νίκος «παίξε, σπάστο», ρε σύ του λέω δεν πάνε τα χέρια μου.»
Μια χαρά πήγαν τα χέρια, του λέω. Σε είδαμε και σε ευχαριστηθήκαμε στην εκπομπή.
« Η ψυχούλα μου το ξέρει. Στρώθηκα πάλι από την αρχή. Ήρθε τότε και με βρήκε μια φίλη μου στη Σκιάθο, η Έρρικα η Πατρικίου, καλή μου φίλη και εξαιρετική τραγουδίστρια. Έχουμε συνεργαστεί άπειρες φορές κι ήρθε να με δει στη Σκιάθο, γιατί τα καλοκαίρια είμαι μόνιμα. Έχει βγάλει τρεις συναυλίες στο Πήλιο και μου λέει πρέπει να έρθεις να με βοηθήσεις. Και πήγα και ταρακουνήθηκα και ανέβηκα πάλι πάνω στη σκηνή. Πέρυσι είναι η χρονιά που επέστρεψα, ξαναέπαιξα αλλά πρόκειται περί τυφώνα. Λύσσαξα. Μετά με έπαιρναν μόνο με φορείο μόνο από τη σκηνή, δεν κατέβαινα με τίποτα. Έκανα πάρα πολλά, πολύ περισσότερα από όσες ήταν οι δυνάμεις μου, το καταευχαριστήθηκα και το ίδιο σκοπεύω και για φέτος.»
Γιατί στη Σκιάθο γράφεις;
«Στη Σκιάθο γράφω γιατί είμαι ερωτευμένος με τον τόπο. Κάποιος που δεν μετέχει του έρωτος δεν μπορεί να παράγει έρωτα. Και οι τέχνες είναι έρως. Αυτό είναι το σοβαρό. Γράφω στο πατρικό μου στη Σκιάθο που είναι ένα παλιό πέτρινο σπιτάκι, πολύ μικρών διαστάσεων, είναι ίσως από τα μικρότερα στο νησί. Εκεί λοιπόν έχω τις δυο γωνίτσες όπου κάθομαι και μελετώ και μέσα από τη μελέτη προκύπτουν και οι νέες μου μουσικές»
Στη Σκιάθο έχω γράψει το μεγαλύτερο όγκο της δουλειάς μου, γιατί έχει γαλήνη ο τόπος, την οποία τη βρίσκω και υποπτεύομαι πως είναι από τα αρχαία χρόνια αυτή η γαλήνη. Κατοικεί εκεί. Κι υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές από συγγραφείς οι οποίοι πήγαιναν κι έγραφαν εκεί»
Δράττομαι της ευκαιρίας και τον ρωτώ εμμέσως πλην σαφώς για το «συγγραφέας»
«Γράφω, η αλήθεια είναι ότι γράφω αλλά το συγγραφέας είναι κάτι πολύ πονεμένο. Έχω κάνει κάποια βιβλία τα οποία δεν θέλω να τα εκδώσω ακόμα. Είναι πάρα πολλά βιβλία όμως. Είναι μεγάλος ο όγκος της δουλειάς και αφορά μια πολύ μεγάλη έρευνα που έχω ξεκινήσει προ 20ετίας με κέντρο του Δελφούς, που είναι το παγκόσμιο κέντρο της μουσικής. Γίνεται μια ιστορική αναδρομή από τότε που λειτουργούν οι Δελφοί μέχρι σήμερα, όχι όμως από την οπτική γωνία κάποιου ιστορικού ή αρχαιολόγου, αλλά από την οπτική γωνία ενός μουσικού δημιουργού. Είναι ερμηνείες επί των κοινώς αποδεκτών δεδομένων, δεν τετραγωνίζουμε τον κύκλο ούτε κατεβάζουμε εξωγήινους. Αναφέρονται πολύ απλά πράγματα, επαληθεύσιμα αλλά είναι μια πολύ σοβαρή έρευνα όπου όλα τα θέματα και όλα τα ιστορικά γεγονότα ερμηνεύονται κάτω από το οπτικό πρίσμα ενός δημιουργού»
Γιατί μένει σε ησυχία αυτό το πόνημα και δεν βγαίνει προς τα έξω;
«Το προσπάθησα να βγει. Έχει πολύ μεγάλο όγκο και είναι σχεδόν αδύνατο να εκδοθεί με τον τρόπο που θέλω εγώ. Αυτό ξεκίνησε όταν καλέστηκα από το κέντρο Δελφών να κάνω μια συναυλία εκεί, ειδικού τύπου , για ένα event. Είχε καλεσμένους από όλο τον κόσμο, επώνυμους, που αφορούν την παγκόσμια τέχνη, και ήθελαν να πάω με μία κιθάρα και να παίξω. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που το έκανα, γιατί πάντα έπαιζα με μία ορχήστρα. Εκεί αναμετρήθηκα πρώτη φορά με τον εαυτό μου. Έμεινα μεγάλο χρονικό διάστημα στου Δελφούς και άλλαξε η ζωή μου. Τα είδα όλα που λένε. Τότε λοιπόν μου έκοψε και την ηχογράφησα αυτή τη συναυλία. Αυτό το ηχογράφημα θέλησα να το εκδώσω και επειδή είναι πολύ σοβαρό το εγχείρημα, έγραψα συνοδευτικά ένα σημείωμα, εις γνώση μου πως θα ήταν μεγάλο, δεκαπέντε- είκοσι σελίδες. Όταν το διάβασαν κάποιοι φίλοι, μου είπαν ναι, αλλά δεν λες τις πηγές σου. Λέω βρε παιδιά, ποιες πηγές μου; Εγώ πήγα εκεί, αυτό είδα, αυτό αισθάνθηκα, το ερμήνευσα με το λα μινόρε που ξέρω εγώ. Έτσι μου δημιουργήθηκε η ιδέα πως αλλιώς τα βλέπουν οι αρχαιολόγοι και οι ιστορικοί και αλλιώς οι μουσικοί».
Αυτό που μου περιγράφεις θα μπορούσε να ενταχθεί στη διδακτέα ύλη των μουσικών σπουδών που έχουμε στην Ελλάδα.
«Εύκολα, πολύ εύκολα. Μπορεί και να το κάνω κάποια στιγμή. Έχω δώσει και σεμινάρια πάρα πολλά και στην Ελλάδα και σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Πάω και μιλάω για την αρχαία ελληνική μουσική σε σχέση με το σήμερα.»
Και κάπου εδώ πέφτει στο τραπέζι ο μεγάλος του έρωτας. Η εγγόνα σου έχει κάνει ζημιά, του λέω. Τι μουσική της βάζεις;
«Τρέλα η εγγόνα. Ολημερίς από πάνω. Έρωτας μεγάλος. Καθημερινά στο σπίτι, πότε θα βγάλει κρουστά, πότε το πιανάκι της, πότε κιθάρα. Η μικρή ότι της βάλεις ακούει. Εγώ της βάζω κατά κανόνα οργανικά, αποφεύγουμε τα λόγια, και βάζουμε πάρα πολλά παιδικά τραγουδάκια, ελληνικά. Ποτέ αγγλικά γιατί μπλοκάρει ο εγκέφαλος, δεν αναπτύσσεται σωστά. Αργότερα ανοίγει ο εγκέφαλος με τις γλώσσες»
-Το μακό το ακούει;
«Το μακό το τραγουδάει από μωρό, και το πόσο σε θέλω και το πώς μπορώ. Τα τραγουδάει όλα.»
-Το Μιτζέλος ροκάς όταν το ακούς σου αρέσει; Γιατί ο Μιτζέλος έχει κλασσική, οργανική, τζάζ,, fusion.
« Ο Μιτζέλος τα έχει όλα αλλά αφού έτσι θέλουν τι να του κάνω εγώ τώρα; Παλιότερα δεν μου άρεσε καθόλου το ροκάς γιατί ξεκινώντας με τους PLJ band κάναμε το πρώτο μας άλμπουμ το Αρμαγεδδών το οποίο είναι progressive rock. Ίσως το πιο αποτυχημένο άλμπουμ όλων των εποχών, αρχικά, και ένα από τα τρία πιο πετυχημένα όλων των εποχών, τελικά, παγκοσμίως στην progressive rock. Μετά την οικτρή αποτυχία που είχαμε, αλλάξαμε το όνομα, αλλάξαμε το στίχο από αγγλικό σε ελληνικό, γίναμε Τερμίτες και είπαμε να κάνουμε το ένα τραγούδι που υπήρχε κενό στην ψυχούλα μας.
Κανείς δεν ασχολούνταν με εμάς όταν ήμασταν έφηβοι ή μετέφηβοι. Ο Σαββόπουλος είχε σταματήσει να ασχολείται, ασχολούνταν μόνο με το πολιτικοποιημένο τραγούδι σε επίπεδο στίχου δηλαδή, και δεν υπήρχαν άλλοι. Ήταν μόνο οι λαϊκοί συνθέτες, οι οποίοι έκαναν θαύματα. Από τη μία… Από την άλλη υπήρχαν οι Rolling Stones, οι Pink Floyd, οι Led Zeppelin, τους οποίου και λάτρευα αλλά σε κανένα τραγούδι των Stones δεν λέει τι γίνεται στο Πασαλιμάνι ή στη Σκιάθο. Με αφήνει παγερά αδιάφορο τι συμβαίνει στη Νέα Υόρκη και στο Μπέλφαστ. Εγώ θέλω κάτι για μένα. Είμαι δεκαεφτά, είμαι δεκάξι, είμαι δεκαεννιά, πρέπει κάποιος να μου μιλήσει. Εγώ θέλω τη γλώσσα μου ρε φίλε, πως θα γίνει. Ο Τζάγκερ δηλαδή θα μεγάλωνε μόνο με Ζαμπέτα; Εγώ γιατί να μεγαλώσω με Τζάγκερ; Κατάλαβες ποια είναι η διαφορά; Έτσι, λοιπόν ως γνήσιο παλιόπαιδο αποφάσισα να κάνω τη δική μου μουσική και βρήκα συνοδοιπόρο τον Λαυρέντη τον Μαχαιρίτσα. Μαζί κάναμε τη δική μας μουσική στη στιγμή που δεν υπήρχε η οποία λέγεται σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, όχι ελληνικό ροκ. Έχει μεγάλη διαφορά το ένα με το άλλο και το λέω αυτό, γιατί ελληνικό ροκ παίζανε τότε τα συγκροτήματα σε κανένα πάρτυ, μπας και χτυπήσουν κανένα γκομενέτε. Εμείς δε θέλαμε να κάνουμε αυτό, κάναμε άλλο πράγμα πιο σοβαρό, οι στίχοι μας ήταν άλλοι, οι επιλογές μας ήταν διαφορετικές, οι χώροι που εμφανιζόμασταν ήταν διαφορετικοί και δεν κάναμε ποτέ χαζομάρες.»
Τώρα που μιλάμε για σοβαρά τραγούδια θα σου πω πως τη «Σκόνη» τη θεωρώ πολύ μεγάλο λαϊκό τραγούδι.
« Είναι. Μα αυτό πετύχαμε. Με τιμάς με αυτό που λες. Εμείς πετύχαμε το σύγχρονο ηλεκτρικό τραγούδι να γίνει λαϊκό. Λαϊκό με την έννοια ότι απευθύνεται και σε λαϊκούς ανθρώπους και όχι μόνο σε πνευματικούς, ιντελεκτουάλ ροκάδες»
Κι επίσης το λαικό έχει και μια καψούρα μέσα.
«Με τη «Σκόνη» άλλαξε η καλλιτεχνική ζωή μας, ήρθε τούμπα, διότι εκεί που δεν μας έπαιζαν καθόλου τα ραδιόφωνα, άρχισαν να μας παίζουν πάρα πολύ και όλα. Κατορθώσαμε να ενοποιήσουμε τους δύο αντίθετους πόλους που είχε τότε η ελληνική κοινωνία, τους ροκάδες και τους λαϊκούς, οι οποίοι παίζαν ξύλο μεταξύ τους. Καταφέραμε και τους ενοποιήσαμε με τη «Σκόνη» και τις «Αρκούδες» κυρίως, και με τα άλμπουμ μας και με τη στάση μας και με τον τρόπο γραφής που αναπτύξαμε και ο Λαυρέντης κι εγώ. Εμείς με τους Φατμέ.
Ήταν πέντε περίπου χρόνια περίπου πορείας και αγώνων που δώσαμε στην ελληνική κοινωνία, γιατί δεν υπήρχε καν μαγαζί να δουλέψουμε, δεν υπήρχε ραδιόφωνο να μας παίξει, εφημερίδα να μας ανεβάσει. Ήταν λαϊκή εντολή αυτό που έγινε, ήταν από κάτω προς τα πάνω. Δεν έγινε επειδή είχαμε καλές δημόσιες σχέσεις. Έγινε γιατί ήρθε κόσμος που ήθελε να εκφραστεί μέσα από τη μουσική μας. Γι’ αυτό και πέτυχε και είμαι υπερήφανος γι’ αυτό. Μετά από πέντε περίπου χρόνια εμφανίστηκαν οι άλλοι εξίσου σημαντικοί δημιουργοί, οι αδερφοί Κατσιμίχα. Πορευτήκαμε έπειτα και με άλλους άξιους ανθρώπους και δημιουργήθηκε κίνημα. Διότι για να αλλάξει η μουσική μιας χώρας και να εκπροσωπηθεί μια γενιά δεν φτάνει ένας Θεός. Χρειάζονται παραπάνω Θεοί. Δεν πα να ‘σαι ο Μπετόβεν. Αν είσαι μόνος σου δεν κάνεις τίποτα. Θέλει ομάδα, θέλει δράση, θέλει σύνδραση, θέλει ανάδραση, θέλει κόπο.»
Αντώνη κάπου εδώ θέλω να κάνω δήλωση προτίμησης. Ωραία τραγουδάς…
«Τραγουδάω τα τελευταία χρόνια. Δεν το άνοιγα το στόμα μου πιο πριν, ντρεπόμουν. Τελικά κάτι κάνω. Έχω έναν τρόπο ιδιαίτερο που τα λέω, έχω σχηματίσει έναν πυρήνα γύρω από αυτόν τον τρόπο και την τελευταία δεκαετία τραγουδάω. Έχω φτάσει στο ευχάριστο σημείο να μπορώ να κάνω μια τετράωρη παράσταση μόνο με γνωστά δικά μου τραγούδια. Είμαι ευτυχής για αυτό το κατόρθωμα, περνάω πάρα πολύ καλά. Σαφέστατα δεν λείπουν και τα τραγούδια άλλων δημιουργών στις παραστάσεις λέω κάνα δυο. Λέω κανένα Βαμβακάρη, Doors, Τσιτσάνη, αρκετά του Λαυρέντη, Κορκολή, Πορτοκάλογλου.»
Του Στέφανου Κορκολή ποιο λες;
«Του Στέφανου λέω ένα τραγούδι που είχε πει η Πρωτοψάλτη, «Ο Άγγελός μου». Έχει μια τόσο ωραία μελωδική γραμμή, μου άρεσε πάρα πολύ. Και είχαμε συνεργαστεί με το Στέφανο, προ λίγων ετών, περάσαμε καταπληκτικά.»
Αγαπημένος σου λαϊκός τραγουδιστής;
«Ο Διονυσίου. Πολύ μάγκας. Και τον γνώρισα προσωπικά. Ο Στράτος ήταν πάρα πολύ ωραίος.»
Και από λαϊκούς συνθέτες;
« Από συνθέτες ο Μάρκος ο Βαμβακάρης. Ο Μάρκος είναι πρωτοπόρος, είναι ο πατριάρχης μας, είναι αυτός που έβαλε το ρεφραίν στο ελληνικό τραγούδι, είναι αυτός που μας δίδαξε τις εισαγωγές, που χωρίς να ξέρει ποιος είναι ο Δώριος, ο Λυδικός, ο Μιξολυδικός τα έπαιξε σωστά. Του είχαν πει πως τα λένε μακάμια, μακάμια τα έλεγε κι αυτός. Ο Μάρκος όμως πήρε ένα χρυσό νήμα, το έδεσε στην ψυχούλα του και απ’ ευθείας στην αρχαία Ελλάδα μας ένωσε, μας επανέφερε το φως. Εμείς ως νέα παιδιά που είχαμε και δυο βιβλία παραπάνω και δυο δασκάλους το πήραμε και νομίζω πως το πήγαμε και λίγο παραπέρα.»
Στιχουργοί που όταν ακούς τους στίχους τους λες, αυτό πως το έγραψε…
«Λίνα Νικολακοπούλου. Έχει στιγμές τις οποίες δεν μπορείς να φανταστείς τι είναι αυτό που γράφει. Πως πάει στην επόμενη φράση. Αλλάζει τοπία. Σαν να βλέπεις ένα κινηματογραφικό έργο που με πολύ μεγάλη ταχύτητα αλλάζουν οι εικόνες. Ελένη Ζιώγα. Η Ελένη, χωρίς να γνωριζόμαστε καλά τότε που κάναμε τη συνεργασία μας, με μία ή δύο μόνο συναντήσεις, φώτισε το μέσα μου, την ψυχή μου και βγήκαν αυτά τα δέκα υπέροχα τραγούδια, τα οποία είναι και τα δέκα καλύτερα που έχω γράψει ποτέ. Οπότε εδώ υπάρχει μια ευλογία. Είτε είναι τα δέκα καλύτερα τραγούδια του κόσμου είτε δεν είναι, κάτι που δεν με αφορά, είναι αυτά που φώτισαν την ψυχή μου και αυτό με νοιάζει. Και γι’ αυτό την ευχαριστώ.»
Συνήθως τα τραγούδια γίνονται κατά παραγγελία, σαν ντελίβερι και αυτό που περιγράφεις είναι τελείως διαφορετικό.
«Όχι σε μένα. Εγώ γράφω μόνο όταν υπάρχει πολύ σοβαρός λόγος και πριν ξεκινήσω να γράψω ένα τραγούδι πρέπει να με έχει τσουρουφλίσει αυτό που θέλω να πω. Αλλιώς δεν το γράφω»
Από έρωτα είναι τα τραγούδια συνήθως;
«Και κοινωνικά και από έρωτα. Αλλά ο έρωτας για έναν άντρα σαν και μένα, θα παρατηρήσεις πόσες φορές τον αναφέρω, είναι σημαντικός. Πρέπει πάντα να ψάχνουμε να βρούμε την κατοικία του και να πάμε να χτυπάμε την πόρτα. Να δηλώνουμε παρόντες. Κι αν κάνει πως δεν είναι μέσα, να σπάμε την πόρτα και να μπουκάρουμε, τσαμπουκά. Πειραιωτάκια είμαστε, μόνο έτσι γίνεται.»
Ποιοι είναι οι φίλοι σου;
«Έχω φίλους παιδικούς, που δεν τους αλλάζω με τίποτα και ανθρώπους με τους οποίους έχουμε μοιραστεί την τέχνη μας, έχει επέλθει δηλαδή μια αδελφοποίηση ψυχική, και αυτοί είναι και η οικογένειά μου. Σε κάθε δύσκολη περίπτωση της ζωής μου, αυτοί με σώσανε»
Εκείνος ο Σεπτέμβρης του 86…
«Σεπτέμβρης του 86, Τερμίτες και φίλοι στο Λυκαβηττό, τσιμεντένιο κονσέρτο. Έγινε και ηχογράφηση. Εκεί, είχα καλεσμένο και τον Αντώνη τον Βαρδή. Μου είχε πει τότε «Ρε Αντώνη που να ανέβω τώρα εγώ, εσείς είστε το νέο πράγμα», ντρεπόταν. Και του λέω ανέβα επάνω σε μένα. Και κάθεται στα καμαρίνια και είμαστε τώρα στο ένα δωμάτιο εγώ με τον Λαυρέντη και ετοιμάζουμε τη «Σκόνη» με ανοιχτή την πόρτα και στο διπλανό ο Αντωνάκης με τους Κατσιμιχαίους και κάνουν το «Σχήμα Λόγου». Και ανεβαίνουμε και τα παίζουμε. Εκείνο το βράδυ λοιπόν παίχτηκε για πρώτη φορά το «Πόσο σε θέλω», το «Σχήμα Λόγου», το «Φιλαράκι» της Βόσσου. Την ανέβασα πάνω και της λέω Σοφάκι έλα να το πούμε. Παίχτηκε για πρώτη φορά από τους Κατσιμίχες «Ο Φάνης», η «Σκόνη» από τον Νταλάρα και οι «Αρκούδες», «Η μπαλάντα της νύχτας» από τη Φλέρη Νταντωνάκη, «Το φλασάκι» και το «Μπανάκι μανάκι» του Μπουλά. Πρώτη φορά όλα μαζί.
Εκεί άλλαξε η ελληνική μουσική γι’ αυτό ήταν σημαντική αυτή η συναυλία. Όλα αυτά βράζανε αλλά δεν είχαν να παιχτούν, δεν υπήρχαν μαγαζιά. Εκείνο το βράδυ άλλαξαν τα πάντα. Άνοιξαν τα μαγαζιά σε όλη την Ελλάδα και οι δισκογραφικές εταιρίες άνοιξαν τις πόρτες τους στο νέο είδος.
Ο Λυκαβηττός έπαιρνε τέσσερις χιλιάδες και είχε δεκατέσσερις μέσα εκείνη τη μέρα. Εμείς όπου πηγαίναμε κάναμε δύο χιλιάδες εισιτήρια. Δεν ήταν απλό το πράγμα χωρίς να σε παίξει ποτέ το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Και με τους δίσκους να πουλάνε διακόσια και τριακόσια αντίτυπα πως κόβεις δέκα χιλιάδες εισιτήρια; Ήταν επανάσταση.»
-Αυτά δεν μπορείς να τα κάνεις βιβλίο;
«Ας τα κάνουν άλλοι»
Δεν θα σε ρωτήσω για τον Λαυρέντη γιατί είναι άνθρωπός σου και δεν θέλω να εγείρω το συναίσθημά σου. Άλλωστε είστε ταυτόσημοι. Είναι σαν να μιλάω με τον Λαυρέντη.
«Το ίδιο πράγμα. Απλά αν ήταν εδώ θα είχαμε τσακωθεί δεκαπέντε φορές, θα είχαμε πλακωθεί στις καρπαζιές. Αυτός ήταν φωνακλάς, εγώ αρπάζομαι εύκολα αλλά τα βρήκαμε. Και ευτυχώς που τα βρήκαμε γιατί κάναμε πολλές και καλές δουλειές μαζί. Κάναμε τους Τερμίτες, με επηρέασε πάρα πολύ, τον επηρέασα κι εγώ, του ‘κανα και δέκα- δώδεκα δίσκους μετά ως ενορχηστρωτής. Η ουσία όμως είναι πως όλα αυτά τα τραγούδια, όποιος και να τα κάνει, μπαίνουν μέσα στην κοινωνία, λειτουργούν οπότε επαληθεύουν τους λόγους και τις αιτίες που η ψυχή μας σαρκώθηκε. Άρα δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ξανάρθουμε σε αυτή τη ζωή, ολοκληρώσαμε»
-Πόσο δημιουργικά είσαι αυτή την περίοδο;
«Ετοιμάζω νέα τραγούδια, ετοιμάζω νέους δίσκους, με την Alpha Records. Τραγούδια που θα πω εγώ και τραγούδια που δίνω κατά κανόνα σε νέους ερμηνευτές και έχω έτοιμα και δύο οργανικά. Ευελπιστώ φέτος να εκδοθεί και το πρώτο από τα δύο μου βιβλία που λέγεται «Μαγνήτων Νήσοι» και μιλάει για την ιστορία των Σποράδων. Πάντα από την οπτική γωνία του συνθέτη. Επίσης θέλω να περάσω πάρα πολύ καλά.»
Ακούστε εδώ το “Εγώ είμαι εδώ και μη σε νοιάζει”
Stay tuned για τον “Ονειροβάτης” που τραγουδά ο Αντώνης μαζί με τον Κώστα τον Μυλώση (δυτικές συνοικίες)
Θα μου πεις και ποιο είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά σου; Το ρωτάω πάντα τελευταίο.
«Αυτό μου είναι δύσκολο γιατί είμαι άνθρωπος που δεν έχω τερματίσει. Έχω πολλά πράγματα που θέλω να κάνω αλλά κάτι το οποίο το οποίο θέλω πολλά χρόνια και ντρεπόμουν να το κάνω, είναι να κατορθώσω να εκδώσω το ανέκδοτο κλασσικό, συμφωνικό μου έργο. Είμαι πολύ περήφανος για αυτό και θα ήθελα πολύ να κατορθώσω να το παίξω. Το δεύτερο επίτευγμά μου είναι η οικογένεια μου. Το τρίτο είναι ότι, μου αρέσει δεν μου αρέσει, το επαληθεύει δεν το επαληθεύει ο τύπος, τα περιοδικά ή οι συστημικοί, πολλές από τις μελωδίες μου κατοίκησαν ψυχές ανθρώπων και τους βοήθησαν και στη χαρά και στη λύπη. Αυτό μου δίνει πολύ μεγάλη χαρά και ένα τμήμα της ολοκλήρωσης που η ψυχή μου αναζητά. Δεν έχω ολοκληρώσει όμως. Είμαι πολύ διψασμένος.»
Βρείτε τον Αντώνη Μιτζέλο εδώ στα social και το κανάλι του στο youtube