
Ακόμη εδώ. ..

Γράφει η Εύα.
Δεν είμαι σίγουρη, αλλά εδώ και κάτι μέρες έχω την αίσθηση πως τα πράγματα αρχίζουν και κυλάνε πιο φυσιολογικά. Σαν να μην έχεις πια την ίδια επιρροή πάνω μου. Δεν ξέρω αν είναι που κατάλαβα, ή αν είναι που συνειδητοποίησα. Δεν ξέρω. Δεν αντέχω άλλο. Εύχομαι επιτέλους να ήρθε η στιγμή. Κι αν δε σε έχω ξεπεράσει τελείως, το νιώθω ότι κάτι πάει να γίνει.
Όλα ξεκίνησαν όταν μάλλον ασυνείδητα, άφησα φεύγοντας την πόρτα μισάνοιχτη, για να έχουμε την ευκαιρία να το προσπαθήσουμε άλλη μία φορά. Το ξέρω ότι προσπαθήσαμε πολλές φορές, αλλά ένιωθα ότι θα το προσπαθούμε μέχρι να πετύχει. Πάντα το λάθος μου ήταν που πίστευα ότι, όπως ένιωθα εγώ για σένα, ένιωθες κι εσύ για μένα. Μα πώς γίνεται να μην ένιωθες κι εσύ έτσι; Δε γίνεται. Αλήθεια, δε γίνεται να μη μ’ αγαπούσες όπως εγώ.
Κι όμως… Όντως δεν ένιωσες όπως εγώ. Έχουν περάσει πέντε μήνες. Πολύς καιρός ή λίγος. Δεν ξέρω να σου πω. Εσύ μάλλον τον θεώρησες αρκετό για να μπορέσεις να πας παρακάτω. Τόσος καιρός λοιπόν κι εγώ ακόμη εδώ. Σαν να περιμένω ακίνητη, στην ίδια θέση που με άφησες ακριβώς, την άφιξη ενός πλοίου που είσαι μέσα, να μπω κι εγώ για να ξεκινήσουμε μαζί το νέο ταξίδι.
Και το πλοίο δεν έρχεται, ούτε που φαίνεται. Μα τι θα γίνει; Εγώ έχω κόψει το εισιτήριό μου. Είμαι έτοιμη. Με ενημερώνουν με ψυχρότητα, χωρίς να τους νοιάζει η αντίδρασή μου ή θεώρησαν δεδομένο ότι δεν πρέπει να με πειράξει γιατί έτσι έχουν τα πράγματα ούτως ή άλλως, πως το πλοίο μου δε θα έρθει και δεν ξέρουν καν αν θα ξαναέρθει. Άλλαξε, λέει, λιμάνι και θ’ αράξει εκεί προς το παρόν.
Έμεινα λίγες μέρες ακόμη περιμένοντας πριν κλείσω και κλειδώσω την πόρτα. Ναι, αυτήν την πόρτα που άφησα η χαζή μισάνοιχτη, για να μπεις χωρίς να χρειαστεί να χτυπήσεις πρώτα. Να μην ντραπείς, να μη νιώσεις ότι ενοχλείς. Ένα σημάδι ότι σε περίμενα. Μα τι λέω! Τι ξέρεις εσύ από σημάδια;
Ήρθε λοιπόν η ώρα να την διπλοκλειδώσω. Να σπάσω το κλειδί στην κλειδαριά και να το πετάξω. Καμία ελπίδα δεν άφησες. Καμία χαραμάδα δε θ’ αφήσω κι εγώ. Όλες θα τις μπαλώσω. Να μην ξανάρθεις. Ακούς; Δεν έχεις καμία δουλειά πια εδώ.
Άργησα να καταλάβω. Να που επιτέλους αρχίζω και λυτρώνομαι, νιώθω ελεύθερη. Κατάλαβα ότι σε ξεπερνάω όταν σε είδα σ’ άλλη αγκαλιά και με είδες κι εσύ ότι σε είδα. Σε είδα, επίσης, να χαμογελάς δίπλα της. Μα αγκαλιά; Ξέρεις πόσο αγαπούσα την αγκαλιά σου. Πόσες φορές σου είπα ότι νιώθω ασφάλεια εκεί; Τι γέλιο θα έριχνες όταν στο έλεγα κι ας έσκυβες να με φιλήσεις στο μέτωπο εκείνη την ώρα.
Είδα ότι αφού μπορείς σε άλλη αγκαλιά, αφού χαμογελάς, αφού προχώρησες με λίγα λόγια παρακάτω, αφού μπόρεσες τόσο γρήγορα να τα κάνεις όλα αυτά κι εγώ να μένω πίσω, αποφάσισα πως τέλος. Δε νιώθεις τίποτα πια για μένα, γιατί να νιώθω εγώ λοιπόν; Γιατί να κλαίω για μια αγάπη που δεν ήταν αμοιβαία; Γιατί να κλαίω για κάποιον που έχασα, ενώ εκείνος δεν έκλαψε καθόλου που με έχασε;
Γι’ αυτούς τους λόγους μόνο και μόνο οφείλω να σε ξεπεράσω. Δεν αξίζει τελικά. Ούτε κι εσύ άξιζες τα βράδια που έμενα ξάγρυπνη στη σκέψη σου.
Μετά από καιρό είμαι ελεύθερη κι όχι δέσμια της θύμησής σου. Κι αν έρχεσαι πού και πού, δε νιώθω την ενόχληση. Μπόρα είσαι θα περάσει. Μπορεί λοιπόν εσύ ν’ άλλαξες σελίδα, αλλά εγώ για να είμαι σίγουρη, έκλεισα το βιβλίο!
https://youtu.be/mpWbFcL05-Y
Pillowfights.gr
