«Αχ, να μεγαλώσω, να μεγαλώσω! Αχ, αν μπορούσα να ψηλώσω και να μεγαλώσω! Για τίποτα άλλο δεν νοιάζομαι σ’ αυτόν τον κόσμο!»
Το φθινόπωρο οι ξυλοκόποι ήρθαν, όπως κάθε φορά, και έκοψαν πολλά από τα ψηλότερα δέντρα, και το νεαρά έλατα, τα οποία είχα ψηλώσει πια και στέκονταν σαν τα υπόλοιπα ψηλά, καλά και ευγενή δέντρα, σωριάστηκαν στη γη με ένα κρότο.
Αφού τα κλαδιά τους κόπηκαν, ο κορμός τους έμοιαζε τόσο γυμνός και λεπτός που σχεδόν δεν μπορούσες να τον αναγνωρίσεις. Μετά τοποθέτησαν τους κορμούς τον ένα πάνω στον άλλο, μέσα σε κάρα που τα άλογα τα οδήγησαν μακριά έξω από το δάσος.
Έτσι, την άνοιξη, όταν τα χελιδόνια και οι πελαργοί ήρθαν,ρώτησαν: « Ξέρετε που πήγαν αυτά τα δέντρα; Τα είδατε;»
Τα χελιδόνια δεν γνώριζαν τίποτα, αλλά ο πελαργός μετά από λίγη σκέψη, κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Ναι, νομίζω πως ξέρω. Καθώς πετούσα πάνω από την Αίγυπτο, συνάντησα πολλά καινούρια καράβια, και είχαν ψηλά κατάρτια που μύριζαν σαν έλατο. Αυτά πρέπει να ήταν τα δέντρα, και σε διαβεβαιώνω πως στέκονταν μεγαλοπρεπή, και αρμένιζαν με δόξα!»
«Αχ, πως εύχομαι να ήμουν αρκετά ψηλό για να πάω στην θάλασσα» είπε το ελατάκι. « πες μου τι είναι η θάλασσα και με τι μοιάζει;»
«Θα έπαιρνε πολύ καιρό να σου εξηγήσω!» είπε ο πελαργός και πέταξε γρήγορα μακριά.
«Να χαίρεσαι την νιότη σου,» είπε η ηλιαχτίδα, « να χαίρεσαι τη φρέσκα κλωνάρια σου και την γλυκιά ζωή που είναι μέσα σου.»
Και ο άνεμος φίλησε το ελατάκι, και η δροσιά πότισε τα φύλλα του, αλλά το ελατάκι δεν τους ευχαρίστησε καθόλου.
Τα Χριστούγεννα ήταν κοντά και πολλά νεαρά δεντράκια κόπηκαν, κάποια ήταν μικρότερα ακόμη και από το ελατάκι μας, το οποίο δεν έβρισκε ούτε γαλήνη, ούτε ηρεμία καθότι ήθελε να αρχίσει το ταξίδι του μακριά από το δάσος. Αυτά τα νεαρά δέντρα που κόπηκαν, κράτησαν όλα τους τα κλαδιά και στοιβάχτηκαν κι αυτό σε άμαξες με άλογα, που τα πήραν μακριά από το δάσος.
«Πού πάνε;» ρώτησε το ελατάκι. «Δεν είναι ψηλότερα από μένα. Και γιατί κράτησαν όλα τους τα κλαδιά; Πού πηγαίνουν;»
«Εμείς ξέρουμε, εμείς ξέρουμε» τραγούδησαν τα σπουργίτια, «έχουμε κοιτάξει μέσα από τα παράθυρα των σπιτιών στην πόλη, και ξέρουμε τι θα απογίνουν. ΑΧ, ούτε φαντάζεστε τι τιμή και δόξα τα περιμένει. Τα ντύνουν με τον πιο υπέροχο τρόπο. Τα έχουμε δει να στέκονται στο κέντρο από ζεστά δωμάτια και να στολίζονται με ένα σωρό όμορφα πράγματα- γλυκά, καραμελωμένα μήλα, παιχνίδια και όλα τα είδη από χρωματιστές κορδέλες.»
«Και μετά,» ρώτησε το ελατάκι, «μετά τι γίνεται;»
«Δεν είδαμε τίποτα άλλο,» είπαν τα σπουργίτια, «αλλά αυτό ήταν αρκετό για μας.»
«Αναρωτιέμαι αν θα συμβεί κάτι τόσο λαμπρό και σε μένα ποτέ,» σκεφτόταν το ελατάκι. «Θα ήταν καλύτερο κι από το να διασχίσω την θάλασσα. Το προσμένω σχεδόν με πόνο. Ω, πότε θα έρθουν τα Χριστούγεννα; Είμαι τώρα τόσο ψηλό και όμορφο όσο αυτά που πήραν τον περσινό χρόνο. Ω, να ήμουν τώρα ξαπλωμένο στην άμαξα, ή στο ζεστό δωμάτιο με όλα τα φώτα και τα στολίδια πάνω μου! Κάτι καλύτερο και πιο όμορφο πρέπει να ακολουθεί μετά, αλλιώς τα δέντρα θα ήταν τόσο στολισμένα. Ναι, αυτό που ακολουθεί θα είναι μεγαλύτερο και πιο υπέροχο. Τι μπορεί να είναι άραγε; Έχω κουραστεί να περιμένω. Σπανίως νιώθω τι είναι αυτό που νιώθω.»
«Να χαίρεσαι την αγάπη μας,» είπαν ο αέρας και η λιακάδα. «Απόλαυσε την δική σου λαμπερή ζωή στον φρέσκο αέρα.»
Αλλά το ελατάκι δεν χαιρόταν, παρόλο που ψήλωνε κι άλλο κάθε μέρα, και τον χειμώνα και το καλοκαίρι το σκούρο πράσινο φύλλωμα του ξεχώριζε μέσα στο δάσος. Οι περαστικοί, όταν το έβλεπαν, έλεγαν, «Μα τι όμορφο δέντρο!»
Λίγο καιρό πριν τα Χριστούγεννα το ανικανοποίητο ελατάκι ήταν το πρώτο που έπεσε. Μόλις το τσεκούρι έκοψε τον κορμό του και το χώρισε από την ρίζα, το ελατάκι έπεσε με ένα βογγητό στην γη, νιώθοντας τον πόνο και την εξάντληση και ξεχνώντας όλα του τα όνειρα για χαρά αφήνοντας το σπίτι του στο δάσος βυθισμένο στην θλίψη. Ήξερε ότι δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά τους αγαπητούς του παλιούς συντρόφους, ούτε τους μικρούς θάμνους και τα πολύχρωμα λουλούδια που φύτρωναν δίπλα του, ίσως ούτε τα πουλιά. Και ούτε ήταν το ταξίδι του ευχάριστο.
Το ελατάκι σιγά σιγά συνήλθε καθώς το έστησαν στην αυλή ενός σπιτιού, μαζί με πολλά άλλα δέντρα· και άκουσε έναν άντρα να λέει: « Μόνο ένα θέλουμε, και αυτό είναι το ομορφότερο. Αυτό είναι πανέμορφο!»
Απόσπασμα από το χριστουγεννιάτικο παραμύθι “Το Έλατο” του Δανού λογοτέχνη και συγγραφέα παιδικών παραμυθιών, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Καλά Χριστούγεννα